Υπέρ του παραδοσιακού μοντέλου της οικογένειας είναι οι Ιρλανδοί, οι οποίοι αρνήθηκαν με ένα βροντερό «όχι» επιχειρούμενες αλλαγές στον θεσμό, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που διεξήχθη στις 8 Μαρτίου, με αντικείμενο τις συνταγματικές αναθεωρήσεις.
Σε ποσοστό 67,7%η απάντηση ήταν αρνητική στο ερώτημα που αφορούσε τη διεύρυνση του ορισμού της οικογένειας, ώστε να συμπεριλάβει επίσης τις «σχέσεις με διάρκεια», όπως τα ζευγάρια που συζούν εκτός γάμου, και τα παιδιά τους.
Στο δεύτερο ερώτημα, που αφορούσε στον ρόλο των γυναικών μέσα στο σπίτι, τα ποσοστά κινήθηκαν ακόμα υψηλότερα με περισσότερους από 7 στους 10 να δηλώνουν πως οι γυναίκες έχουν το καθήκον να φροντίζουν τα άλλα πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από τη στέγη τους. Το 73,9% των συμμετεχόντων είπαν «όχι» σε αυτήν την αλλαγή, σπάζοντας το ρεκόρ αρνητικών απαντήσεων σε δημοψήφισμα της χώρας.
Η αλλαγή που προωθείτο, αφορά στο άρθρο 41 του Συντάγματος της Ιρλανδίας, το οποίο χρονολογείται από το 1937, όταν η Καθολική Εκκλησία κυριαρχούσε στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή της χώρας.
Παρά τη γενική εικόνα που εμφανιζόταν για το «ΝΑΙ» με πολιτικά κόμματα και την τάση να κινείται προς το «Ναι», οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φανέρωναν μια αυξανόμενη αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα, ιδιαίτερα εξαιτίας της ασάφειας των ερωτήσεων, η οποία ήταν και αυτή που έκρινε τελικά το αποτέλεσμα.
«Κανένας δεν ξέρει ακριβώς τι είναι μια ‘σχέση που διαρκεί’, ενώ όλοι ξέρουν ακριβώς τι είναι ένας γάμος», ανέφερε χαρακτηριστικά πριν το δημοψήφισμα ο Ντέιβιντ Κουίν, ιδρυτής του Ινστιτούτου Iona, που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της καθολικής κοινότητας.
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων το βράδυ του Σαββάτου, ο πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ, ο οποίος ηγείται του κεντροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού που πρότεινε το δημοψήφισμα, δήλωσε ότι και οι δύο τροποποιήσεις απορρίφθηκαν ξεκάθαρα και με επαρκή συμμετοχή. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι η ιρλανδική κυβέρνηση αποδέχεται το αποτέλεσμα και θα το σεβαστεί πλήρως.