Εβαλε μέικ-απ στο μικρό παιδί και στη συνέχεια το φωτογράφισε. Αυτό αποκάλυψε αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού στον Έβρο, όπου υποτίθεται πως ένα μικρό παιδί μεταναστών πέθανε αβοήθητο στα σύνορα ύστερα από τσίμπημα σκορπιού. Η είδηση είχε κάνει το γύρο του κόσμου, ωστόσο στη συνέχεια αποδείχθηκε πως ήταν fake news.
Η εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» με σημερινό της δημοσίευμα αποκαλύπτει μια μαρτυρία για το πώς σκηνοθετήθηκε ο δήθεν θάνατος της «μικρής Μαρίας» και τι πραγματικά συνέβη με τους μετανάστες στη νησίδα του Έβρου τον περασμένο Αύγουστο.
Αυτόπτης περιγράφει πώς διακινητής που είχαν πληρώσει καθοδηγούσε εξ΄αποστάσεως τις κινήσεις των μεταναστών, μέσω μιας γυναίκας, της Μπαϊντά, που βρισκόταν στη νησίδα και διοχέτευε πληροφορίες και εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως ισχυρίζεται ο αυτόπτης μάρτυρας, εκείνη μετέφερε και την εντολή να σκηνοθετηθεί, ακόμη και με τη χρήση μέικ-απ, ο θάνατος του πεντάχρονου κοριτσιού, ώστε οι 38 Σύροι πρόσφυγες να φτάσουν ανεμπόδιστα σε ελληνικό έδαφος.
Ο Σύρος πρόσφυγας που μίλησε στην Καθημερινή περιέγραψε την οδύσσειά του μέχρι να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη και στα σύνορα του Έβρου. Όπως είπε, ύστερα από μία περιπλάνηση περίπου δύο ετών, κατάφερε να φτάσει, καταβάλλοντας χιλιάδες ευρώ σε διακινητές, στον Έβρο. Εκεί, συνάντησαν μέλη της τουρκικής στρατοχωροφυλακής, τα οποία, αφού τους φωτογράφισαν έναν έναν τους υπέδειξαν τη διαδρομή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν μέχρι τα σύνορα με την Ελλάδα.
Παρέμειναν σε μια νησίδα για 7 ημέρες και στη συνέχεια με μια φουσκωτή βάρκα προσπάθησαν να περάσουν κατά ομάδες το ποτάμι μέχρι την ελληνική όχθη. Ωστόσο, η πρώτη ομάδα συνάντησε «μαυροντυμένους κουκουλοφόρους» που τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν πίσω. Εν τέλει επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Πέντε μέρες μετά οι Σύροι προσπάθησαν και πάλι να περάσουν σε ελληνικό έδαφος. Έφτασαν πάλι στη νησίδα του Έβρου και παρέμειναν εκεί για δέκα ημέρες: «Συνολικά μείναμε δέκα μέρες. Είχαμε μαζί μας προμήθειες, φαγητά και νερό, τα οποία όμως μετά την 8η ημέρα εξαντλήθηκαν. Κλέβαμε καρπούζια και καλαμπόκια για να τρώμε. Τα κινητά μας είχαν αποφορτιστεί και μόνο η Μπαϊντά συνέχιζε να έχει ενεργοποιημένο τηλέφωνο, καθώς ήταν η μόνη που είχε μαζί της power bank».
«Ύστερα από οκτώ ημέρες που βρισκόμασταν στη νησίδα ήρθε η Μπαϊντά και μας είπε ότι για να μην επαναληφθεί η αποτυχία της προηγούμενης φοράς, ο διακινητής σκέφτηκε να φτιάξουμε μια ιστορία. Μας είπε να βάψουμε το παιδί ώστε να φαίνεται νεκρό και να πούμε ότι πέθανε από τσίμπημα σκορπιού. Εκείνος αποφάσισε ποια οικογένεια θα σήκωνε το βάρος του ρόλου. Υπέδειξε τη συγκεκριμένη γιατί είχαν πληρώσει λιγότερα. Κατά κάποιον τρόπο εκβιάστηκαν» είπε ο Σύρος πρόσφυγας.
Συνέχισε λέγοντας: «Η Μπάιντα έφερε το κορίτσι στο δέντρο. Το ξάπλωσε στο έδαφος, του έβαψε το χέρι και το πόδι και του έβαλε λίγο φαγητό στα χείλη ώστε να μοιάζει πεθαμένο. Μετά το φωτογράφισε με το κινητό και έστειλε τις φωτογραφίες. Δεν ξέρω που».
«Μετά της έκοψαν τα μαλλιά ώστε να μη μοιάζει με το παιδί της φωτογραφίες, και της έκαναν μαθήματα ώστε να ανταποκρίνεται στο καινούριο όνομά της “Μάγια” αντί για “Μαρία”» κατέληξε ο άνδρας.
Δύο μέρες μετά έφτασαν στην Ελλάδα, όπου τους εντόπισε η ελληνική αστυνομία και τους μετέφερε στο ΚΥΤ Φυλακίου.
Τον Σεπτέμβρη η Μπαϊντά μαζί με άλλους έφυγαν με ταξί από τη δομή και κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τη Γερμανία.