Σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 6,5% του πληθυσμού δηλώνει ότι το 2023 (εισοδήματα του 2022) αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,4% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής (σύμφωνα με την παγκόσμια τυπική κλίμακα ανεπάρκειας τροφής – FIES).
Τα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής τα προηγούμενα έτη ανέρχονταν σε 6,6% το 2022, σε 6% το 2021, σε 6,1% το 2020 και σε 8% το 2019, ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια τροφής την περίοδο 2019 – 2022 το ποσοστό ανήλθε στο 1,5%, εκτός του 2020 που ήταν 1,6%.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, ότι αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, ότι πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.