Ολοκληρώθηκε νωρίτερα η επιχείρηση εκκένωσης του Λούτσερατ, του εγκαταλελειμμένου χωριού στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το οποίο είχε καταληφθεί από ακτιβιστές που προσπαθούσαν να εμποδίσουν την κατεδάφιση των κτιρίων και την επέκταση του λιγνιτωρυχείου της περιοχής. Σύμφωνα με την αστυνομία, δύο ακτιβιστές παραμένουν κρυμμένοι σε υπόγειες σήραγγες, ενώ μεταξύ των διαδηλωτών που απομάκρυναν σήμερα οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν και η Σουηδή ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ.
Εκπρόσωπος της εταιρείας RWE, η οποία ελέγχει το λιγνιτωρυχείο, δήλωσε ότι είναι άγνωστο πόσος χρόνος θα χρειαστεί προκειμένου οι δύο ακτιβιστές να βγουν από τα τούνελ, διαβεβαίωσε ωστόσο ότι η πυροσβεστική ελέγχει συνεχώς τις συσκευές εξαερισμού στο σημείο.
Η αστυνομία του Άαχεν, η οποία έχει την ευθύνη της επιχείρησης εκκένωσης του χωριού, ανέφερε σήμερα ότι απομακρύνθηκαν περίπου 300 άτομα, ενώ καταγράφηκαν τέσσερα περιστατικά αντίστασης. Από την αρχή της επιχείρησης έχουν γίνει περισσότερες από 154 προσαγωγές και, σύμφωνα με την αστυνομία, στα επεισόδια που ξέσπασαν στο περιθώριο διαδήλωσης χθες, τραυματίστηκαν 70 αστυνομικοί και εννέα ακτιβιστές και περισσότερα από 30 υπηρεσιακά οχήματα έχουν υποστεί ζημιές. Όπως μεταδίδει το περιοδικό Der Spiegel, περίπου 1.000 κουκουλοφόροι επιχείρησαν να σπάσουν τα οδοφράγματα, με τους αστυνομικούς να κάνουν χρήση κανονιών νερού και σπρέι πιπεριού. Οργανώσεις ακτιβιστών κατηγόρησαν την αστυνομία για «υπερβολική χρήση βίας».
Στο Λούτσερατ βρέθηκε χθες και η Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία παρομοίασε το τοπίο γύρω από το χωριό με το άγριο βασίλειο του Τόλκιν, «Μόρντορ», όπου εντοπιζόταν το «απόλυτο κακό». Η 20χρονη ακτιβίστρια εμφανίστηκε και πάλι νωρίτερα σήμερα, συμμετέχοντας σε δράση ομάδας ακτιβιστών, και τελικά κάθισε σε τοίχο στην άκρη του ορυχείου. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι «για τη δική της ασφάλεια», της ζητήθηκε να απομακρυνθεί από το σημείο και, όταν δεν συμμορφώθηκε, δύο αστυνομικοί την απομάκρυναν μεταφέροντάς τη στα χέρια.
Το 2017 οι περίπου 900 κάτοικοι του Λούτσερατ υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετεγκατασταθούν, προκειμένου να προχωρήσει η εκμετάλλευση της πλούσιας σε λιγνίτη περιοχής. Ήδη το 2013 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η επέκταση του ορυχείου Γκαρτσβάιλερ ήταν ξεκάθαρα προς το δημόσιο συμφέρον.
Αργότερα στα εγκαταλελειμμένα κτίρια εγκαταστάθηκαν περίπου 700 ακτιβιστές, αναδεικνύοντας το χωριό σε σύμβολο της κλιματικής κρίσης και του αγώνα για την απολιγνιτοποίηση στην παραγωγή ενέργειας. Δικαστήριο της περιοχής εξέδωσε στο μεταξύ διαταγές έξωσης, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την περασμένη Τρίτη, χωρίς ωστόσο να πείσουν τους ακτιβιστές να απομακρυνθούν. Αντιθέτως, ο αριθμός των διαδηλωτών αυξανόταν τις προηγούμενες ημέρες συνεχώς, ενόψει της προγραμματισμένης για χθες διαδήλωσης κατά του σχεδίου της κυβέρνησης, η οποία επικαλείται τις αυξημένες ανάγκες σε λιγνίτη, που οφείλονται στην εγκατάλειψη του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τον Οκτώβριο του 2022 ο «πράσινος» υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και η επίσης «πράσινη» υπουργός Οικονομίας της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Μόνα Νοϊμπάουερ κατέληξαν σε συμβιβασμό με την εταιρεία ενέργειας RWE, για την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης της περιοχής από το 2038 στο 2030, με τον ενεργειακό κολοσσό να δέχεται η επέκταση των δραστηριοτήτων του να περιοριστεί στο Λούτσερατ και να διασωθούν πέντε ήδη εγκαταλελειμμένα χωριά τα οποία επρόκειτο να ισοπεδωθούν. Σύμφωνα με το σχέδιο κυβέρνησης και RWE, η επέκταση των εξορύξεων θα αποφέρει επιπλέον 280 τόνους λιγνίτη.
Οι ακτιβιστές πάντως του Λούτσερατ, υπό το σύνθημα «Lützi bleibt» (Το Λούτσι παραμένει), είχαν καταλάβει τα εναπομείναντα κτίρια, ενώ είχαν δημιουργήσει και πρόχειρους καταυλισμούς.