Ο Αλβανός πρωθυπουργός κατάφερε να γίνει ιδιοκτήτης μιας τεράστια έκτασης γης στο Βουνό, περιοχή της Χειμάρρας με αδιαφανείς διαδικασίες που εγείρυν ερωτήματα.
Όπως αποκαλύπτει το Himara, στο δεύτερο μέρος της έρευνάς του, που ακολουθεί των δικαστικών αποφάσεων, ο Έντι Ράμα, προχώρησε και σε νομοθετικές ρυθμίσεις, πλάθοντας ουσιαστικά νόμους, εκδίδοντάς ακόμα και ΚΥΑ για να απαλλοτριώσει παραθαλάσσια «φιλέτα».
Οι Κολεκ-άδες
Οι απόγονοι της οικογένειας Κολέκα διαθέτουν όλα τα νόμιμα δικαιώματα που τους παρέχει το σύστημα για να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους. Όμως, ενώ το νομικό δικαίωμα παραμένει αδιαμφισβήτητο, η ηθική του βάση είναι αμφίβολη, δεδομένου ότι ο πρόγονος τους, Σπύρος Κολέκα, είχε συνεργαστεί με το καθεστώς του Χότζα που καταδίωκε την ανώτερη και μεσαία τάξη.
Όταν, όμως, το δικαίωμα αυτό εμπλέκει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που λαμβάνει για να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα, τότε η υπόθεση αυτή δεν είναι απλά ζήτημα δικαίου, αλλά πιθανόν να αποτελεί και ποινικό αδίκημα.
Ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να παραβλέπει ή να τροποποιεί το νομικό πλαίσιο των τελευταίων 25 ετών για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα. Δεν μπορεί να φτιάχνει νόμους και να εκδίδει κυβερνητικές αποφάσεις που επιτρέπουν την αποδοχή οποιουδήποτε εγγράφου ως απόδειξη νόμιμης ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υποτιθέμενες περιουσίες που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η ανακαταγραφή εκτάσεων, όπως συνέβη με τον νόμο 20/2020, όπου ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είναι ο μεγαλύτερος ωφελούμενος, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη του συστήματος.
Η απόφαση του δικαστηρίου το 2019 αναφέρεται εκτενώς στον νόμο 133/2015, καθώς και στην απόφαση της κυβέρνησης με αριθμό 222, η οποία επίσης αναφέρεται πολλές φορές στη δικαστική διαδικασία. Στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, σημειώνεται ότι ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τις αυθαίρετες μεθόδους που χρησιμοποιούσε το παλαιό καθεστώς, είχε πρόθεση να διορθώσει τις αδικίες του παρελθόντος, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα ιδιοκτησίας όχι μόνο για περιουσίες που είχαν κατασχεθεί επίσημα, αλλά και για εκείνες που είχαν απαλλοτριωθεί με άλλες, πιο άτυπες μεθόδους.
Αυτό το σκεπτικό του δικαστηρίου φαίνεται να δικαιολογεί τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργού, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος πρέπει να επανορθώσει τις αδικίες του παρελθόντος καθεστώτος. Ωστόσο, τα επίσημα έγγραφα των ετών 1945-1946, τα οποία διατηρούνται και παρουσιάζονται ως αποδεικτικά στοιχεία, δείχνουν ότι ο Σπύρος Κολέκα ήταν ενεργό και εξέχον μέλος της τότε κυβέρνησης, κατέχοντας θέση Υπουργού Δημοσίων Έργων και ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των κατασχεμένων περιουσιών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ανήκαν σε ξένες εταιρείες. Αυτό προκαλεί αμφιβολίες για το κατά πόσο οι απόγονοί του χρειάζονται ειδική νομοθεσία για να ανακτήσουν την περιουσία που υποτίθεται ότι χάθηκε.
Ο νόμος 20/2020
Η νομοθεσία του 2020, ιδιαίτερα ο νόμος 20/2020, φάνηκε να έχει δημιουργηθεί με σκοπό να διευκολύνει τον επανακαθορισμό και την καταγραφή αυτών των αμφιλεγόμενων περιουσιών. Η ίδρυση της νέας Κτηματολογικής Υπηρεσίας ακολούθησε αμέσως μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, και ο νόμος αυτός, που ψηφίστηκε στην αρχή της πανδημίας, ευνόησε σε μεγάλο βαθμό την οικογένεια Κολέκα. Ο νόμος αυτός περιλαμβάνει σειρά άρθρων που παρέχουν ειδική μεταχείριση στη διαδικασία καταγραφής της ιδιοκτησίας, δίνοντας πρακτικά το “πράσινο φως” για την αναγνώριση αυτών των περιουσιών, χωρίς τα αυστηρά κριτήρια που ίσχυαν προηγουμένως.
Το σκηνικό γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο με την έκδοση νέας κυβερνητικής απόφασης τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η οποία ουσιαστικά νομιμοποιεί κάθε πιθανή πλαστογραφία εγγράφων ιδιοκτησίας που είχε γίνει κατά τα προηγούμενα χρόνια. Με την απόφαση αυτή, η Κτηματολογική Υπηρεσία δεν υποχρεούται να διεξάγει διοικητική έρευνα για την προέλευση των εγγράφων, αλλά απλώς να καταγράψει τις ιδιοκτησίες βασιζόμενη στα δικαστικά έγγραφα που της προσκομίζονται. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικογένεια Κολέκα, και συγκεκριμένα ο Πρωθυπουργός, μπορεί να καταγράψει μεγάλες εκτάσεις γης, όπως αυτές στο Βούνο, χωρίς να απαιτείται καμία ουσιαστική απόδειξη της νομιμότητας των διεκδικήσεών τους.
Η ερώτηση που τίθεται είναι αν οι ενέργειες αυτές αποτελούν παράνομη επιρροή και αν η Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς (SPAK) θα ξεκινήσει έρευνα για τον Πρωθυπουργό Έντι Ράμα και άλλους εμπλεκόμενους στην υπόθεση των 224 τετραγωνικών χιλιομέτρων γης στο Βούνο.
Ακόμη μια ΚΥΑ που ωφελεί τον Ράμα
Πέρα από αυτό, το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Στο τέλος του ίδιου έτους, εκδόθηκε και άλλη κυβερνητική απόφαση που φάνηκε να νομιμοποιεί τυχόν πλαστογραφίες ή αμφισβητούμενα έγγραφα ιδιοκτησίας που είχαν γίνει στο παρελθόν. Αυτή η απόφαση ουσιαστικά επιτρέπει την αναγνώριση των ιδιοκτησιών χωρίς να απαιτείται καμία έρευνα από την πλευρά των αρμόδιων αρχών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Κτηματολογική Υπηρεσία αναλαμβάνει την ευθύνη να “διορθώσει” οποιαδήποτε ατέλεια ή έλλειψη στα έγγραφα ιδιοκτησίας, καθιστώντας τον ρόλο της ουσιαστικά διακοσμητικό.
Αυτή η σειρά νομοθετικών και διοικητικών παρεμβάσεων αποκαλύπτει μια σαφή προσπάθεια να ευνοηθούν συγκεκριμένα άτομα, με τον Πρωθυπουργό να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των ενεργειών. Η ανάγκη για έρευνα από τις δικαστικές αρχές είναι επιτακτική, καθώς τα γεγονότα υποδεικνύουν μια συντονισμένη προσπάθεια για τον επανακαθορισμό των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων με τρόπο που ευνοεί τους λίγους εις βάρος του κοινού συμφέροντος.