Η Τουρκία και η Ελλάδα βρίσκονται στην τελική φάση μιας τροχιάς πολέμου. Είναι οριστικό, αμετάκλητο και πέραν πάσης αμφιβολίας. Για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί σε όλα τα επίπεδα της ηγεσίας της Ελλάδος, καλό είναι να αναστοχασθούν τάχιστα την κατάσταση, καθώς πλέον ο χρόνος εξαντλείται και οι βολικές αιτιάσεις του παρελθόντος (δεκανέας της CIA, αμερικανοί, ευρωπαίοι, οικονομική κρίση κτλ) δεν παρέχουν πλέον καμία εύσχημη δικαιολογία.
Η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό της στόχο, από το 1974, τον έλεγχο των ελληνικής κυριαρχίας περιοχών ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, ο οποίος έλαβε προοδευτικά την τελευταία του εκδοχή(Θράκη, Αιγαίο και Κρήτη) με την καλούμενη «γαλάζια πατρίδα» και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το 2019, ανεξαρτήτως της εκάστοτε ελληνικής οπτικής επί του ζητήματος. Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει «θεμελιώσει» τις «διεκδικήσεις» της μέσα από ένα πλέγμα απαιτούμενων διμερών διευθετήσεων, εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, γκρίζες ζώνες, αποστρατικοποίηση νήσων, καταπίεση μουσουλμανικής μειονότητας Θράκης και Δωδεκανήσου (ανύπαρκτης από τις διεθνείς συνθήκες), έρευνα – διάσωση κτλ.
Επίσης, «είδε» ότι η Ελλάδα δεν αντέδρασε, ως εγγυήτρια δύναμη όπως και η Τουρκία, στις παράνομες ενέργειές της που καταπατούσαν βάναυσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας (παράνομες τουρκικές έρευνες και γεωτρήσεις, εκδίωξη γεωτρύπανων κτλ), στο πρόσφατο παρελθόν και εκτίμησε ότι η Ελλάδα δεν έχει την ισχύ και τη βούληση να αντισταθεί στις τουρκικές επιδιώξεις.
Κατόπιν αυτών, πέρασε στη φάση της εφαρμογής του σχεδίου της προς επίτευξη του στόχου της στο Αιγαίο, με πολιτικές, διπλωματικές, επικοινωνιακές και υβριδικές ενέργειες. Εκτόξευσε μια ασύμμετρη επίθεση εναντίον της Ελλάδος με χρησιμοποίηση των παρανόμων μεταναστευτικών ροών το 2015, εν μέσω της οικονομικής κρίσεως, χωρίς ελληνική αντίσταση, με αποτέλεσμα να εξουθενώσει την Ελλάδα. Συνέχισε την πίεση με ενέργειες χαμηλότερης εντάσεως και επανήλθε με νέες επιθετικές ασύμμετρες ενέργειες το 2020. Τον Μάρτιο, με παράνομες μεταναστευτικές ροές στον Έβρο και για ένα τρίμηνο το καλοκαίρι – φθινόπωρο με υποθαλάσσιες έρευνες με το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην Αν. Μεσόγειο. Η Ελλάδα αφυπνισθείσα από το βαθύ λήθαργο, αντέδρασε δυναμικά, χωρίς αυτή τη φορά να οδηγηθεί σε πολιτική διευθέτηση με υποχωρήσεις και περιορισμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν (1976, 1987,1996).
Ανεξαρτήτως του εκτιμωμένου βαθμού επιτυχίας των ελληνικών ενεργειών, αυτές, σε συνδυασμό με τις διμερείς και πολυμερείς συμμαχίες και την έναρξη του επανεξοπλισμού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, οδήγησαν την Τουρκία στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη τακτική δεν αποδίδει. Οπότε η Τουρκία άλλαξε το επίπεδο και το πλαίσιο του σχεδιασμού της.
Με προμετωπίδα τον κίνδυνο ασφαλείας της Τουρκίας και υποστηρικτικά εργαλεία τον ιστορικό αναθεωρητισμό («αδικίες» Συνθήκης Λωζάννης), την «πολιορκία» της Τουρκίας από τη Δύση, της οποίας η Ελλάδα αποτελεί την εμπροσθοφυλακή και εκτιμώντας ότι οι συνθήκες του διεθνούς περιβάλλοντος την ευνοούν (Δύση: κόπωση με Ουκρανία για επιβολή κυρώσεων, ανοχή Τουρκίας λόγω γεωπολιτικών παραγόντων, δεν θα πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδος. Ρωσία και κάποιες χώρες του Καυκάσου και Μ. Ανατολής θα ταχθούν στο πλευρό Τουρκίας) προχώρησε στη φάση που βιώνουμε σήμερα, δηλαδή της ρητορικής αλλαγής συνόρων και της απροκάλυπτης απειλής χρησιμοποιήσεως στρατιωτικής ισχύος εναντίον της Ελλάδος, έχοντας δείξει με το δάχτυλο και τα πιθανά σημεία τουρκικής επεμβάσεως.
Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι πότε θα λάβει χώρα η σύγκρουση. Την πρωτοβουλία την έχει η Τουρκία και αυτή θα αποφασίσει το χρόνο, καθώς αυτή θα κρίνει πότε οι συνθήκες την ευνοούν. Έχει προετοιμάσει την κοινή της γνώμη, το διεθνές περιβάλλον, τις ένοπλες δυνάμεις της και θεωρεί ότι έχει και τη νομιμοποίηση. Ισχυρό συμβολισμό για την Τουρκία έχουν τα έτη 1922 και 1923. Το πρώτο, ειδικά το καλοκαίρι – φθινόπωρο, λόγω της εκατονταετίας του τερματισμού των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Μικρασιατικής Εκστρατείας και το δεύτερο λόγω της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης.
Κάποιος λοιπόν θα αναρωτηθεί και μάλιστα πολύ ευλόγα γιατί να οδηγηθούμε σε πόλεμο, δεν υπάρχει περιθώριο ειρηνικής διευθέτησης; Μια απλή παρατήρηση των χαρτών Νο15 και 16 του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι απεικονίζουν τις συνολικές τουρκικές διεκδικήσεις θα οδηγήσει αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι οποιοσδήποτε Τούρκος πολιτικός επιχειρήσει να χαμηλώσει τον πήχη των διεκδικήσεων ή αν δεν πάρει κάτι από αυτά, θα θεωρηθεί αυτομάτως προδότης, ενώ από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης με βάση το τουρκικό πλαίσιο. Σημειωτέον, η επίσημη Ελλάδα δεν έχει καταθέσει ποτέ και πουθενά χάρτες διεκδικήσεων, αν και θα μπορούσε να το κάνει και αφήνει πάντοτε το πεδίο ανοικτό καλώντας την Τουρκία για τελική επίλυση του καθεστώτος του Αιγαίου με βάση το διεθνές δίκαιο και την προσφυγή σε διεθνή δικαστικά όργανα, χωρίς ωστόσο θετική ανταπόκριση.
Επομένως, η τουρκική συμπεριφορά και πρακτική, ο μαξιμαλισμός και η ανελαστικότητα των τουρκικών επιδιώξεων, έχουν διαμορφώσει μια αδιέξοδη κατάσταση, η οποία φαίνεται ότι είναι αδύνατο να διευθετηθεί ειρηνικά.
Όλα αυτά έχουν προκαλέσει την ανησυχία και τον προβληματισμό της ελληνικής ηγεσίας αλλά και της κοινωνίας συνολικά, οι οποίοι παρατηρούν ότι το αφήγημα περί διεθνώς απομονωμένου Ερντογάν, καταρρέουσας τουρκικής οικονομίας, τουρκικής ρητορικής για εσωτερική κατανάλωση, διεθνών ραπισμάτων στην Τουρκία, Ελλάδα με ισχυρές συμμαχίες, παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας και ψύχραιμη δύναμη, δεν λειτουργεί αποδοτικά και πάνω από όλα αποτρεπτικά. Επομένως, προκύπτει η ανάγκη να επανεξετασθεί η ελληνική στρατηγική.
Η κυβέρνηση χωρίς να ανεβάσει του τόνους, όπως πολύ σωστά πράττει, πρέπει να εκπέμψει ισχυρό μήνυμα ετοιμότητας και αποφασιστικότητας αντιμετωπίσεως της τουρκικής απειλής, το οποίο δεν πρέπει να είναι επικοινωνιακό αλλά ουσιαστικό και ορατό. Για να το επιτύχει αυτό είναι απαραίτητο να προβεί κατ’ ελάχιστο στις παρακάτω ενέργειες και δράσεις.
Πρώτον, πρέπει να αξιολογήσει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και να χαράξει την ανάλογη στρατηγική. Αυτά πρέπει να λάβουν χώρα στο καθ’ ύλη αρμόδιο όργανο, το ΚΥΣΕΑ, του οποίου η τελευταία του συνεδρίαση για σοβαρό ζήτημα (πόλεμος στην Ουκρανία), εξ όσων είναι γνωστά, έλαβε χώρα το Φεβρουάριο. Η στρατηγική που θα αποφασισθεί έναντι της Τουρκίας πρέπει να μετουσιωθεί σε οδηγίες και κατευθύνσεις προς τους αρμοδίους φορείς του κράτους, αλλά και κρισίμων πεδίων του ιδιωτικού τομέα.
Δεύτερον, πρέπει να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός και η διεθνής κοινή γνώμη για την κατάσταση. Η επικοινωνιακή εκστρατεία πρέπει να είναι συνεκτική, στιβαρή και διεισδυτική, χωρίς να εκτραπεί σε παροξυσμούς ή γραφικότητες, πρέπει να τονώσει το εθνικό φρόνημα και να διατηρήσει την εθνική συνοχή χωρίς να προκαλέσει κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις.
Τρίτον, οι Ένοπλες Δυνάμεις κρίνεται σκόπιμο να εγκαταλείψουν άμεσα τη λειτουργία ειρηνικής περιόδου και να περάσουν στο απαιτούμενο επίπεδο ετοιμότητας και συναγερμού, σύμφωνα με τους ενδείκτες επικινδυνότητας. Βελτίωση της εκπαιδεύσεως ατομικής, συλλογικής και επιχειρησιακής, ενίσχυση της στελεχώσεως κρίσιμων μονάδων με μετακίνηση προσωπικού, βελτίωση της συντηρήσεως των οπλικών συστημάτων προς επαύξηση της διαθεσιμότητας, ετοιμότητα προς επιστράτευση, ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας σε ζωτικά σημεία του εθνικού χώρου, είναι μόνο μερικές από τις απαιτούμενες ενέργειες.
Επίσης είναι απαραίτητη η άμεση αποδέσμευση των Ενόπλων Δυνάμεων από όλα τα δευτερεύοντα έργα (δασοπροστασία, εμβόλια, κοινωνική προσφορά κτλ). Τα προαναφερθέντα, πρέπει να λάβουν χώρα με βάση σχέδιο που θα εκπονήσει η στρατιωτική και θα εγκρίνει η πολιτική ηγεσία, μακράν κάθε επικοινωνιακής προβολής.
Η κυβέρνηση, πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη στην στρατιωτική ηγεσία, η οποία είναι εκ του νόμου υπεύθυνη για το χειρισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και γνωρίζει σε βάθος και με κάθε λεπτομέρεια το δέον γενέσθαι, ενώ οι ανευθυνοϋπεύθυνοι και οι «εξωτερικοί συνεργάτες» πρέπει να περάσουν στο περιθώριο.
Τέταρτον, απαιτείται αξιοποίηση των συμμαχιών. Η αναμονή οπλικών συστημάτων σε βάθος χρόνου δεν βοηθά στην αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου σήμερα. Πρέπει να αναζητηθούν άμεσα από τους συμμάχους πυρομαχικά, ανταλλακτικά και άλλα κρίσιμα εφόδια και υλικά για να καλύψουν τυχόν υπάρχοντα κενά. Επίσης να ενεργοποιηθούν οι συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών.
Πέμπτον, πρέπει να συνεχισθεί με αδιάπτωτη ένταση η πολιτική και διπλωματική προσπάθεια για την ανάδειξη της τουρκικής επιθετικότητας αλλά και της προασπίσεως των εθνικών δικαιωμάτων.
Έκτον, η εθνική βιομηχανική βάση συντηρήσεως και υποστηρίξεως των Ενόπλων Δυνάμεων είναι αναγκαίο να ενεργοποιηθεί στο ύψιστο βαθμό ώστε να συνδράμει δυναμικά και αποφασιστικά στην εθνική προσπάθεια.
Έβδομον, η εθνική οικονομία πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να μεταπέσει σε πολεμική για να υποστηρίξει την άμυνα της χώρας.
Όγδοον, η εσωτερική ασφάλεια είναι απαραίτητο να ενισχυθεί άμεσα, με ετοιμότητα να περάσει στο ανώτατο δυνατό επίπεδο το ταχύτερο δυνατό όταν αποφασισθεί.
Τα προαναφερθέντα συνιστούν ένα μίνιμουμ ενδεικτικό πλαίσιο δράσεως, με τη στρατιωτική ισχύ της χώρας στην πρώτη γραμμή, υποστηριζόμενη από όλα τα άλλα στοιχεία της εθνικής ισχύος. Η Τουρκία έχει κάνει όλες τις προπαρασκευές για τη διεξαγωγή πολέμου. Ο καθοριστικός, τελευταίος και αποφασιστικός παράγοντας θα είναι πάντοτε η στάση της Ελλάδος και η ετοιμότητα – αποφασιστικότητά της να εμπλακεί σε πόλεμο. Μόνο με μια ηχηρή ελληνική στρατηγική με υψηλή στρατιωτική ετοιμότητα, είναι δυνατόν να αποτραπεί η τουρκική επιθετικότητα ή να διεξαχθεί νικηφόρα ο πόλεμος.
Η στρατηγική αυτή απαιτεί πάνω από όλα εθνική ομοψυχία και διάθεση προσφοράς και θυσίας από τον Ελληνισμό. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, όλοι οι Έλληνες από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο Έλληνα πρέπει να έχουν κατά νου και να ενεργούν σύμφωνα με τη ρήση του Βεγέτιου «si vis pacem, para bellum»(αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο).
* Ο Κωνστανtίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ
liberal, defencepoint