Όποιος κερδίσει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει την Τουρκία» είχε πει κάποτε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο άνθρωπος που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας για πάνω από 20 χρόνια, κάνοντας τα πρώτα βήματά του ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994.
Οταν, λοιπόν, το 2019 ο υποψήφιος δήμαρχος του κόμματός του στη συγκεκριμένη πόλη, Μπιναλί Γιλντιρίμ, έχασε από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, ο Ερντογάν το πήρε προσωπικά. Αντί να αποδεχθεί το αποτέλεσμα, πίεσε το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας να ακυρώσει την ψηφοφορία και να επαναλάβει τις εκλογές τρεις μήνες αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, η αντιπολίτευση κέρδισε και πάλι, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη διαφορά (σ.σ. μόλις 13.000 χώριζαν τους υποψήφιους στον πρώτο γύρο, έναντι 800.000 στον επαναληπτικό), οπότε ο Ερντογάν αναγκάστηκε να αποδεχτεί το αποτέλεσμα.
Τέσσερα χρόνια μετά, οι Τούρκοι πολίτες προσέρχονται στις κάλπες με το αποτέλεσμα να κρίνεται αμφίρροπο. Η ενωμένη συμμαχία της αντιπολίτευσης που υποστηρίζει τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο αυξανόμενος πληθωρισμός, η νομισματική κρίση και τα σκάνδαλα που προέκυψαν μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου έχουν φέρει τον Ερντογάν σε δύσκολη θέση ενόψει του πρώτου γύρου της ψηφοφορίας στις 14 Μαΐου. Εάν κανείς υποψήφιος δεν εξασφαλίσει το 50% των ψήφων, οι δύο πρώτοι θα αναμετρηθούν σε δεύτερο γύρο στις 28 Μαΐου.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Αν τελικά ο Ερντογάν χάσει, θα μπορέσει να κάνει ό,τι έκανε το 2019;
«Αν η διαφορά είναι μεγαλύτερη από μία μονάδα περίπου, ο τούρκος πρόεδρος θα πρέπει να αποδεχτεί το αποτέλεσμα. Αν η διαφορά είναι πολύ μικρή, μιλάμε για μια διαφορετική ιστορία» επισημαίνει στο Magazine ο διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Washington Institute και ιστορικός που ειδικεύεται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Soner Cagaptay, και εξηγεί:
«Σε αυτή την περίπτωση, ο Ερντογάν θα μπορούσε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα, και τα εκλογικά όργανα -που είναι επί της ουσίας υπό τον έλεγχό του- ίσως ακυρώσουν την ψηφοφορία σε ορισμένες περιφέρειες, ζητώντας επαναληπτικό γύρο. Αυτό θα συμβεί μόνο αν η διαφορά είναι μικρότερη από μια μονάδα ή μερικές έδρες για τον έλεγχο του Κοινοβουλίου, εξέλιξη που θα ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας».
Φέρνοντας, πάντως, στο νου τις εκλογές της Κωνσταντινούπολης, ο κ. Cagaptay τονίζει πως δεν αποτελεί «οδηγό» για τον Ερντογάν, καθώς ακόμη και η εκλογική βάση του κόμματός του δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζει ότι αρκετοί από αυτούς που έδωσαν την ψήφο τους το 2019 στον υποψήφιο του Ερντογάν, στον επαναληπτικό γύρο στράφηκαν προς τον αντίπαλό του.
«Επομένως, το θεωρώ επικίνδυνο βήμα αν αποφασίσει να ακυρώσει τις εκλογές σε περίπτωση που η διαφορά είναι πάνω από μια μονάδα. Θα πρέπει να αποδεχτεί το αποτέλεσμα και να παραιτηθεί».
Την άποψη αυτή συμμερίζεται και η εταιρεία πολιτικών συμβούλων Eurasia Group, η οποία προβλέπει ότι σε οριακή ήττα ο Ερντογάν θα ζητήσει την ακύρωση των αποτελεσμάτων -την οποία το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο ενδέχεται να αρνηθεί- και θα καλέσει τους υποστηρικτές του στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων της Τουρκίας. Ο στρατός της Τουρκίας, ο οποίος έχει υποστεί εκκαθαρίσεις μεγάλης κλίμακας από τότε που απέτυχε το πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το 2016, θα προσπαθήσει να παραμείνει ουδέτερος, οπότε όλα θα εξαρτηθούν από την ικανότητα και την προθυμία της αστυνομίας να διατηρήσει την τάξη.
ΤΑ ΔΥΝΑΤΑ «ΧΑΡΤΙΑ» ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Προκειμένου ο Ερντογάν να μη φτάσει σε αυτό το σημείο, κι έχοντας ανακτήσει το τελευταίο διάστημα αρκετό από το χαμένο έδαφος -περιορίζοντας τη δημόσια συζήτηση για τον σεισμό και μετατοπίζοντας την εσωτερική ατζέντα στα βιομηχανικά και στρατιωτικά επιτεύγματα της Τουρκίας υπό την καθοδήγησή του-, καλείται να ενεργοποιήσει τη συντηρητική, ισλαμιστική, εθνικιστική βάση του και να διχάσει την αντιπολίτευση. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί τακτικές τρομοκράτησης. Επιχειρεί να συνδέσει τον Κιλιτσντάρογλου με την τρομοκρατία, επικαλούμενος την υποστήριξή του στα φιλοκουρδικά κόμματα.
«Τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης αναπαράγουν ήδη ισχυρισμούς ότι το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) ταυτίζεται πλήρως με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), άρα ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης που έχει τη στήριξη του HDP υποθάλπει την τρομοκρατία» λέει ο Soner Cagaptay, εκτιμώντας πάντως ότι η στρατηγική αυτή ενδέχεται να μην αποφέρει τα επιθυμητά για τον Ερντογάν αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό βάζει στην εξίσωση τη μεγαλύτερη δύναμη του Ερντογάν, που είναι ο έλεγχος των πληροφοριών. Δεδομένης της συντριπτικής επιρροής του στα ΜΜΕ και του γεγονότος ότι περίπου το 80% του πληθυσμού δεν μπορεί να διαβάσει άλλες γλώσσες εκτός από την τουρκική, η διαμόρφωση του μηνύματος έχει γίνει ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία του για να κερδίσει ψήφους. Πολλοί, δε, έχουν καταφύγει στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αναζητώντας ελεύθερες ειδήσεις, αλλά ο τούρκος πρόεδρος έχει λάβει μέτρα για να περιορίσει και αυτές.
«Ουσιαστικά», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο κ. Cagaptay, «οι πολίτες βλέπουν τον κόσμο μέσα από τη μετα-αλήθεια που τους διαμορφώνει ο Ερντογάν».