Στην τελική ευθεία έχουν εισέλθει τα κόμματα ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου ενώ οι διεργασίες εντείνονται καθώς αρχίζουν να αναζητούνται συγκλίσεις προκειμένου να διαφανεί ποιοι θα μπορούσαν να συνεργαστούν, είτε μετά την πρώτη Κυριακή των εκλογών, είτε λίγες εβδομάδες αργότερα, στην περίπτωση που χρειαστεί και δεύτερος γύρος.
Οι εκλογές της 21η Μαΐου που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, αφήνουν ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες για μία αυτοδύναμη κυβέρνηση στις πρώτες κάλπες, οπότε το ερώτημα που έρχεται στο προσκήνιο είναι εάν με τα ποσοστά και την κατάταξη που θα έχουν τα κόμματα, θα μπορούσε να προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας.
Η απάντηση μόνο εύκολη δεν είναι καθώς όλα θα εξαρτηθούν από τη δύναμη των κομμάτων στον πρώτο γύρο, τη διαφορά μεταξύ τους αλλά και την δυναμική που θα έχει το τρίτο κόμμα – το οποίο βάσει των δημοσκοπήσεων θα είναι το ΠΑΣΟΚ – καθώς μπορεί να αποτελέσει τον ρυθμιστή σε μία προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας.
Οι πιθανότητες βάσει των δηλώσεων των πολιτικών αρχηγών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για κυβέρνηση συνεργασίας από τον πρώτο γύρο.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι αρκετά πιθανό να βγουν τα «κουκιά» για συνεργασία του πρώτου με το τρίτο κόμμα, αλλά τελικά να μην υπάρχει συμφωνία μιας και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης έχει ξεκαθαρίσει πως ο ίδιος δεν θα δεχόταν να συνεργαστεί εάν πρωθυπουργός ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Αλέξης Τσίπρας.
Τα επιτελεία των κομμάτων έχουν ρίξει το βάρος τους στη «δεξαμενή» των αναποφάσιστων καθώς φαίνεται πως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση των εκλογών σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Στο σημερινό debate όπου θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι οι αρχηγοί όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων – το οποίο είναι αβέβαιο πόσο θα επηρεάσει την τελική κρίση των ψηφοφόρων λόγω και των παράλληλων μονολόγων στους οποίους θα επιδοθούν οι αρχηγοί – είναι σίγουρο ότι ένας από τους βασικούς στόχους θα είναι να προσελκύσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Προφανώς και θα επιχειρήσουν να αναδείξουν τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους τα κόμματα σε κρίσιμα ζητήματα, ωστόσο βασικό μέλημα τους θα είναι να φέρουν πιο κοντά τους νέους και όσους αμφιταλαντεύονται μεταξύ δύο ή περισσότερων κομμάτων.
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Η ψήφος των αναποφάσιστων όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις και όπως παραδέχονται και οι επιτελείς των κομμάτων, είναι ικανή να καθορίσει σε ένα βαθμό το τελικό αποτέλεσμα.
Ουδείς γνωρίζει εάν θα μπορούσαν να προκαλέσουν μία ανατροπή στα όσα έχουμε δει μέχρι τώρα, αλλά σε κάθε περίπτωση έχουν τη δύναμη με την τελική τους επιλογή να κλείσουν ή να ανοίξουν την «ψαλίδα» μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων ή να δώσουν μία μεγαλύτερη δυναμική στα κόμματα που θα ακολουθήσουν.
Το ποσοστό της αδιευκρίνιστής ψήφου στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse για λογαριασμό του ΣΚΑΪ φτάνει το 12% ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πως θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα η κατανομή τους.
Ενώ στην πρόθεση ψήφου φαίνεται ότι η ΝΔ συγκεντρώνει 31,5% και ακολουθούν ΣΥΡΙΖΑ με 25.5%, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με 8.5%, το ΚΚΕ με 6%, το ΜέΡΑ25 με 4%, η Ελληνική Λύση με 3%, τα ποσοστά αλλάζουν ανάλογα με την κατανομή των αναποφάσιστων.
Το πρώτο σενάριο σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, «βάζει» τη Νέα Δημοκρατία στη Βουλή με 120 έδρες και το ΠΑΣΟΚ με 34, κάτι που σημαίνει ότι μία πιθανή μεταξύ τους συνεργασία, δίνει σχηματισμό κυβέρνησης ,με 154 βουλευτές.
Στο δεύτερο σενάριο για την πιθανή κατανομή των αναποφάσιστων και την κατανομή των εδρών, η Νέα Δημοκρατία μπαίνει στη Βουλή με 118 έδρες και το ΠΑΣΟΚ με 35 έδρες. Και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει μαθηματική πιθανότητα για σχηματισμό κυβέρνησης, με 153 έδρες συνολικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα δεδομένα της δημοσκόπησης της Alco για λογαριασμό του Alpha σχετικά με τους αναποφάσιστους καθώς καταγράφονται τα στοιχεία που θα κρίνουν την επιλογή τους.
Ειδικότερα, όπως απάντησαν οι 1.000 συμμετέχοντες στην έρευνα, το 28% θα επιλέξει σύμφωνα με το πρόγραμμα και τις εξαγγελίες των κομμάτων, το 25% κρίνοντας από την ιδεολογία του, το 15% θα επιλέξει κάποιον που δεν θα έχει σχέση με τη διαφθορά, το 14% μετά τη σύγκριση των κυβερνήσεων ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, το 9% βάσει του αρχηγού του κόμματος και το 4% κρίνοντας από τους υποψήφιους βουλευτές.