Ένας από τους σημαντικότερους μάρτυρες στη δίκη Πισπιρίγκου ξεκινά σήμερα την κατάθεσή του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Είναι ο γιατρός που τοποθέτησε τον απινιδωτή -βηματοδότη στην Τζωρτζίνα και πήρε τις τελευταίες καταγραφές την ημέρα που το παιδί πέθανε στο Αγλαΐα Κυριακού, εξαιτίας της κεταμίνης, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο.
Μέχρι τώρα έχει δώσει δύο καταθέσεις: Η πρώτη στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών λίγα 24ωρα πριν την σύλληψη της μητέρας και η δεύτερη στην ανακρίτρια μετά την σύλληψή της.
«Τι έδειξε ο βηματοδότης»
Ο διευθυντής της Παιδοκαρδιολογικής Κλινικής περιέγραψε στις αρχές τα όσα ο ίδιος είδε από την καταγραφή του απινιδωτή -βηματοδότη την ημέρα που πέθανε η Τζωρτζίνα στο Αγλαΐα Κυριακού :
«Την ημέρα της ανακοπής στις 29-01-2022 μας εστάλησαν 2 καταγραφές της λειτουργίας του βηματοδότη και της καρδιάς της ασθενούς μέσω του συστήματος CARE-LINK. Η πρώτη είναι στις 14.00′, η οποία δείχνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για βηματοδότηση, η οποία δείχνει ότι δεν υπάρχει βραδυκαρδία, οι σφύξεις της ασθενούς είναι γύρω στις 90 και δεν υπάρχει κάποια άλλη αρρυθμία. Η επόμενη καταγραφή είναι στις 15.27.21, η οποία δείχνει λειτουργία του βηματοδότη στις 60 σφύξεις, δηλαδή οι σφύξεις της ασθενούς είχαν πέσει κάτω από αυτό το όριο. Έχω λάβει από τον παιδίατρο που διενεργούσε την ανάνηψη 2 καρδιογραφήματα, το 1 0 στις 15.10′ και το 20 στις 15.35′. Το καρδιογράφημα που εστάλη στις 15.10′ δείχνει την ύπαρξη βηματοδοτικών ερεθισμάτων, που ακολουθούνται από ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς της ασθενούς όπως αναμένεται. Το 20 καρδιογράφημα στις 15.35′ δείχνει την ύπαρξη βηματοδοτικών ερεθισμάτων με συχνότητα 60 ανά λεπτό χωρίς απάντηση της καρδιάς της ασθενούς. Σημειωτέον ότι υπάρχει ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς με πολύ χαμηλότερη συχνότητα ,γύρω στις 30 σφύξεις το λεπτό. Θα πρέπει να αναφέρω ότι η ύπαρξη ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς δεν συνεπάγεται και ύπαρξη μηχανικής λειτουργίας, δηλαδή μπορεί να υπάρχει ο λεγόμενος ηλεκτρομηχανικός διαχωρισμός. Μπορεί δηλαδή η καρδιά, παρόλο που διεγείρεται ηλεκτρικά,να συσπάται ελάχιστα ή καθόλου και επομένως να μην μπορεί να επιτελέσει το έργο της. Μπορεί η καρδιά και τα υπόλοιπα όργανα να είναι σε πλήρη αναστολή της λειτουργίας τους, ενώ υπάρχει ακόμα κάποια ηλεκτρική δραστηριότητα. Την ώρα του καρδιογραφήματος, η καρδιά πλέον έχει πάψει να ανταποκρίνεται στην βηματοδότηση και έχει έναν πολύ αργό και μη αποτελεσματικό ρυθμό, χωρίς στην ουσία να λειτουργεί καθόλου..»
«Ο ρόλος του βηματοδότη»
Ο παιδοκαρδιολόγος στην ερώτηση πόσο πιθανό να είναι να αποβιώσει αιφνίδια ένας ασθενής μετά την τοποθέτηση απινιδωτή -βηματοδότη απάντησε:
«Εφόσον το κύριο πρόβλημα του ασθενούς είναι μια σοβαρή ταχυκαρδία ή μια σοβαρή βραδυκαρδία και εφόσον η συσκευή λειτουργεί κανονικά, δηλαδή δεν έχει βλάβη κάποιο από τα συστατικά της, ο ασθενής προστατεύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Όμως εάν επέλθει διαταραχή της λειτουργίας της καρδιάς ή άλλου ζωτικού οργάνου, που δεν σχετίζεται με την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς αλλά με τη μηχανική λειτουργία της καρδιάς ή εάν επέλθει διαταραχή στη λειτουργία της αναπνοής ή στον μεταβολισμό του οργανισμού, ο απινιδωτής δεν μπορεί να προφυλάξει τον ασθενή από τον θάνατο.»
Ο γιατρός περιέγραψε την εισαγωγή του παιδιού στο Ωνάσειο μετά την παραπομπή του από τον Ανδρέα Ηλιάδη και το νοσοκομείο του Ρίου. Όπως ανέφερε, όταν η Τζωρτζίνα μπήκε στο νοσοκομείο δεν είχε ολοκληρωθεί ο γονιδιακός έλεγχος.
Ολοκληρώθηκε μετά από ένα μήνα και δεν έδειξε κάποιο σαφές γενετικό αίτιο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Η κατάσταση της υγείας του παιδιού δεν τους επέτρεπε να κάνουν όλες τις εξετάσεις όπως δοκιμασία κοπώσεως που είναι κρίσιμη για την διερεύνηση κάποιων γενετικών αρρυθμιών. «Για το λόγο αυτό, επειδή δε μπορούσαμε να αποκλείσουμε πλήρως ότι η ασθενής είχε κάποια αρρυθμία και με βάση το ιστορικό των αιφνιδίων θανάτων στις αδελφές τις, αποφασίσαμε ότι ήταν ενδεδειγμένο να την προστατέψουμε τοποθετώντας τον απινιδωτή. Να σημειώσω ότι ακόμη και όταν ο γενετικός έλεγχος είναι αρνητικός όπως και ήταν στη περίπτωση της Τζωρτζίνας, υπάρχει ένα ποσοστό 15 ως 20% των ασθενών που έχουν κάποιο γενετικό αρρυθμιογόνο νόσημα, το οποίο δεν ανιχνεύεται και εκεί πρέπει να ενεργήσουμε με βάση τα κλινικά δεδομένα» ισχυρίστηκε ο γιατρός ,ο οποίος συμπλήρωσε για τη μητέρα:
«Από τη στιγμή που τοποθετήθηκε ο απινιδωτής βηματοδότης η μητέρα έστελνε καθημερινά σχεδόν πληροφορίες σε σχέση με τη λειτουργία του μηχανήματος και την καταγραφείσα λειτουργία της καρδιάς της Τζωρτζίνας .Αυτό το έκανε αυτοβούλως γιατί συνήθως ο έλεγχος γίνεται σε πολύ αραιότερα διαστήματα».
«Οι διακυμάνσεις στις μετρήσεις»
Οι μετρήσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό για το παιδί εκτός από κάποιες σημαντικές διακυμάνσεις στην καρδιακή συχνότητα σε διάρκεια 7 μηνών.
«Υπήρχαν κάποια διαστήματα όπως από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2021 μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου 2021 που η λειτουργία του μηχανήματος ως βηματοδότη ήταν πολύ χαμηλή μέχρι και κάτω του 1% ενώ κάποια άλλα διαστήματα ,όπως στο τέλος του Αυγούστου 2021 με μέσα Σεπτεμβρίου 2021 και ιδιαίτερα τον Δεκέμβριο 2021 και μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 202 ,που η λειτουργία του βηματοδότη ήταν μέχρι και 30% του χρόνου .Αντίστοιχα η ανασκόπηση του ενδογενούς ρυθμού της καρδιάς δείχνει μεγάλες διακυμάνσεις στη πορεία αυτών των μηνών από 60 σφύξεις που είναι το κατώτερο όριο ,το οποίο έχουμε ορίσει και στο οποίο παρεμβαίνει ο βηματοδότης μέχρι και περίπου 150 σφύξεις»
Ο γιατρός επεσήμανε ότι τους μήνες που οι παλμοί της καρδιάς ήταν πολύ χαμηλότεροι και άρα λειτουργούσε περισσότερο ο βηματοδότης δεν τους αναφέρθηκε κάτι διαφορετικό σε σχέση με την κατάσταση της ασθενούς από τη μητέρα, ενώ δεν είχε ενημερωθεί όπως τόνισε ούτε ο κ.Ηλιάδης.