Δίκη για τη φωτιά στο Μάτι: Την τραγική απώλεια του τεσσάρων μελών της οικογένειας της όταν παγιδεύτηκε από τη φωτιά και τον καπνό στο κτήμα Φράγκου περιέγραψε στο δικαστήριο η Αριάδνη Καλαγιαννάκη.
«Από το ’68 ζούμε πάνω στη λεωφόρο Μαραθώνος. Είναι τραγικό να βρίσκεσαι σε κεντρικό άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Στην Κινέτα εφαρμόστηκε εκκένωση τριών χωριών, στο Μάτι όχι.
Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού. Πιστεύω ότι υπήρχε δόλος. Αν έχετε διαβάσει συζήτηση Λιότσου (σς:πραγματογνώμονας) και Ματθαιόπουλου (στέλεχος πυροσβεστικής)…» είπε η μάρτυρας αναφερόμενη στις καταγγελίες του πραγματογνώμονα για απειλές που δέχτηκε από τον πρώην αρχηγό του πυροσβεστικού σώματος, υπόθεση η οποία βρίσκεται στη Δικαιοσύνη.
«Όλους τους Ματιώτες τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Κάποιοι έφυγαν ακόμη και με τα εσώρουχα. Έφυγαν με πανικό. Δεν υπήρχε κανείς να τους ενημερώσει. Ο γείτονάς μου είπε ότι τελευταία στιγμή φώναξαν τον αδελφό μου, «Γιάννη φωτιά!» είπε η μάρτυρας και συμπλήρωσε πως όταν έμαθε πως κατευθύνεται προς το Ματι προσπαθούσε να μιλήσει με τον αδελφό της.
«Δεν μπορούσα να μιλήσω με τον αδελφό μου. Μου έλεγαν ότι κανέναν δεν αφήνουν να περάσει. Στις 11.30 το βράδυ, τους έλεγα είναι η οικογένεια μου, δεν με άφησαν να περάσω. Μας είπαν ότι πιθανώς θα είναι ξενοδοχεία, κι εμείς πήγαμε στο ναυτικό όμιλο και την επόμενη ημέρα ακούω ότι βρέθηκαν 26 άτομα σε οικόπεδο. Πού δεν το ξέρει κανείς. Ούτε μου πήγε το μυαλό ότι ήταν εκεί μέσα και το παιδί. Έδωσα τα ονόματα ότι ήταν αγνοούμενοι, και την Τρίτη μας πήραν να δώσουμε dna» εξήγησε και συνέχισε αφηνοντας αιχμές για «παιχνίδια» των στελεχών της πυροσβεστικής με φόντο την ανέλιξη τους στο σώμα.
«Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι είναι επαγγελματίες και φέρθηκαν με τέτοιο απάνθρωπο τρόπο να τους αφήσουν στο έλεος του Θεού, υπήρχε και δόλος» είπε η μάρτυρας αναφερόμενη ξανά στον Βασίλη Ματθαιόπουλο με την πρόεδρο να τη διακόπτει.
«Στον βωμό των προσωπικών φιλοδοξιών τους, έκαψαν ζωντανό το παιδί μου, τον αδελφό μου και τους γονείς μου. Αν πέντε λεπτά νωρίτερα πριν περάσει η φωτιά στη Μαραθώνος πέρναγε ένα αστυνομικό όχημα με ένα μεγάφωνο να γίνει εκκένωση του οικισμού, δεν θα γινόταν αυτή η τραγωδία. Αν είχαν χτυπήσει καμπάνες…. Δεν ήταν ο άνεμος που άλλαξε πορεία, ήταν δυτικός από τις 4 το απόγευμα. Ένα 8χρονο παιδάκι να είχαν βάλει, θα το είχε χειριστεί καλύτερα. Όχι αυτοί που είναι επαγγελματίες. Τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Δεν άκουσαν τίποτα. Δεν πέρασε κανείς. Οι άνθρωποι στην απελπισία τους προσπαθώντας να βρουν διέξοδο πήγαιναν ή προς το κόκκινο λιμανάκι, με το αυτοκίνητο του αδελφού μου…δεν τους είπε κανείς ότι η φωτιά είχε τρεις κατευθύνσεις. Θεωρώντας ότι προς Ραφήνα δεν είχε φωτιά διότι δεν τους ενημέρωσε κανένας, επέστρεψαν, εγκλωβίστηκαν και χώθηκαν στο οικόπεδο με τους 26» είπε με λυγμούς.
Έντονα φορτισμένη έκανε λόγο κυνικότητα, αναφερόμενη στη φράση της Ρένας Δούρου για «στραβή στη βάρδια της» και ξέσπασε λέγοντας: «Τουλάχιστον ας μην μιλάνε!».
«Αντίκρισα σεληνιακό τοπίο στο Ματι»
Τρεις ημέρες έψαχνε το πτώμα του παιδιού ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος, σύζυγος της προηγούμενης μάρτυρος, που έχασα το γιο του στη φωτιά μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια της γυναίκας του.
«Εγώ και η γυναίκα μου βρισκόμασταν στις δουλειές μας αλλά ακούγοντας για τη φωτιά δεν πήγε το μυαλό μας στο κακό. Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες σκέφτηκα. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο… Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Που ζούμε;» ανέφερε ο μάρτυρας εξηγώντας πως την επόμενη ημέρα που πήγε στο Ματι «αντίκρισε σεληνιακό τοπίο».
Οπως είπε, «είχε παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα…Τα μέταλλα… Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό! Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό…Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες! Τραβατε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας… Μετα αλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετα μας είπαν για να δώσουμε dna και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη» ανάφερε ο μάρτυρας και ξέσπασε: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια; Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;».
«Ο ανιψιός μου πήρε αναπτήρα να κάψει το πόδι του να δει πως έχουν νιώσει»
«Είμαστε ζωντανοί νεκροί. Έχει αλλάξει η ζωή μας. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι τους αβοήθητοι. Εγω με την κόρη μου κατά τύχη ζω» είπε μα δάκρυα στα μάτια η Μαρία Αβραμίδου, που έχασε στη φωτιά την αδερφή, το γαμπρό, τον ανιψιό και τη μητέρα της.
«Βρισκόμασταν στο σπίτι στο Μάτι. Κάποια στιγμή εγώ το απόγευμα θα έφευγα να πάω σε μια εκδήλωση γύρω στις επτά. Η μητέρα μου και αδέρφη μου μου λένε αφού θα φύγεις δεν ξεκινάς νωρίτερα μην κλείσει ο δρόμος λόγω της φωτιάς στην Καλλιτεχνούπολη. Τελικά στις έξι παρά πέντε πήρα την κόρη μου να φύγουμε. Βγήκα στη Μαραθώνος με κατεύθυνση στη Αθήνα. Είδα καπνό και δύο υδροφόρες παρκαρισμένες. Είπα στην κόρη μου να πάρει τη μητέρα μου και να τους πει να φύγουν και εκείνοι. Δεν άκουσα σειρήνες, δεν είδα αστυνομία τίποτα. Η κόρη μου πήρε τη γιαγιά της για να φύγουν και εκείνη την ώρα όντως ξεκίνησαν να φύγουν» ανέφερε η μάρτυρας.
Ωστόσο, όταν μίλησε με την οικογένεια της λίγα λεπτά αργότερα, η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά. «Στις έξι και τέταρτο μίλησα με την αδερφή μου και ήταν σε απόλυτο πανικό. Έκλαιγε, φοβόταν να μην καεί το σπίτι μας. Μπήκαν στα αυτοκίνητα. Εγκλωβίστηκαν γιατί είχαν μπλοκάρει τα αυτοκίνητα. Στο τελευταίο τηλεφώνημα η μητέρα μου μου είπε ότι είδε μπροστά της φλόγες. Πιστεψα ότι ήταν υπερβολή» είπε η μάρτυρας που από εκείνο το σημείο κι έπειτα έχασα κάθε επαφή με την οικογένεια της.
«Έμαθα ότι φτάνει κόσμος στο λιμάνι με βαρκες. Πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες μαζί μου γιατί πίστευα πως θα ήταν βρεγμένοι. Έφτασα στο λιμάνι. Ετρεχα από τη μια αποβάθρα στη άλλη προσπαθώντας να τους βρω. Κάποια στιγμή βλέπω έναν γνωστό και μου είπε είναι πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα γόνατα .Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας για να βρουν τους ανθρώπους τους. Ζήτησα μήπως μπω σε μία βάρκα να τους βρω. Με πήρε ο γιος μου, μαμά σε βλέπω στην τηλεόραση μην κάνεις κάτι επικίνδυνο για σένα. Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας. Γύρω στις πέντε το πρωί ήρθαν τελευταίες βάρκες με τουρίστες. Τελικά Τους δηλώσαμε αγνοούμενους» ανέφερε η κ. Αβραμίδου.
Ανατριχίλα προκάλεσε στο ακροατήριο η περιγραφή μιας σκηνής με τον ανιψιό της, ο οποίος πήρε έναν αναπτήρα για να κάψει το πόδι του. «Του λέω τι πας να κάνεις; Τίποτα..Να δω πως έχουν νιώσει θέλω» είπε με λυγμούς η γυναίκα και συνέχισε λέγοντας πως παρέλαβε τέσσερα μέλη της οικογένειας της, ο,τι είχε απομείνει από εκείνους, στο Σχιστό.
«Μέχρι τότε ένιωθα ότι ζω σε ένα κράτος που ήταν κοντά μας αλλά εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε κανείς. Δεν θα ήθελα να κατηγορηθεί κάποιος αθώος. Αυτό που νιώθω σαν απλή δικαίωση είναι κάποιος που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, αυτός για όλες τις ψυχές που χάθηκαν, θα ήθελα να αποδοθει δικαιοσύνη. Δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι».
«Ζω από τύχη επειδή βρισκόμουν στην Κρήτη»
Ο ανιψιός της προηγούμενης μάρτυρος, που μέσα σε ένα απόγευμα έχασε όλη την οικογένεια του, ξεκίνησε την κατάθεση του, λέγοντας πως «ήταν τύχη που δεν ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω εσείς καλά; Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με παίρνει τηλέφωνο η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Με πήρε τα ξημερώματα, τελικά, η θεία μου και μου λέει ότι πρέπει να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένεια μου αγνοείται».
Ο μάρτυρας έφτασε στο Ματι την επόμενη ημέρα μετά την καταστροφή. «Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Μπήκα στο Μάτι με τον θείο μου και ένα φίλο. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους. Τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε» ανέφερε ο 22χρονος σήμερα νεαρός.
Η απάντηση στις αναζητήσεις του δόθηκε από το DNA που επιβεβαίωσε το θάνατο της οικογένειάς του. «Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Κι εγώ από τύχη είμαι εδώ. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα. Ήταν μόνοις τους εγώ έπρεπε να συνεχίσω» είπε κλείνοντας την κατάθεση του ο νεαρός.