Τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσαν, όταν το Μάτι τυλίχτηκε στις φλόγες, τον Ιούλιο του 2018, οδηγώντας στο θάνατο 104 ανθρώπους, συνεχίζουν να ξετυλίγουν στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μάρτυρες που καταθέτουν στο ακροατήριο.
«Δεν υπήρχε συντονισμός, καμία υπηρεσία δεν λειτούργησε», ανέφερε στη κατάθεσή του ο μάρτυρας Κων. Χατζησταματίου, ο οποίος υπέστη εγκαύματα 4ου βαθμού και είχε υποβληθεί σε πολλαπλά χειρουργεία. Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση άλλου μάρτυρα, του κ. Αλέξανδρου Φλώρου, ο οποίος για ώρες βρέθηκε στη θάλασσα μαζί με την οικογένειά του. «Είδαμε πλαστικές μαύρες σακούλες που τις έκλειναν, αν μέναμε στο σπίτι θα καιγόμασταν ζωντανοί, ήταν τέτοιο το θερμικό φορτίο που έλιωναν και τα σίδερα», ανέφερε ο συγκεκριμένος μάρτυρας, κάνοντας λόγο για πλήρη απουσία των αρμοδίων και αναφέροντας πως κανείς δεν τους ειδοποίησε να φύγουν.
«Είδα τη φωτιά να έρχεται προς τα εμάς, υπήρχαν παντού στάχτες. Έβλεπα πυκνή ροή οχημάτων από τη Μαραθώνος και κάτω. Φωνάζω στην οικογένεια να βγουν έξω και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε», είπε ακόμη ο ίδιος μάρτυρας, ο οποίος μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του κατάφεραν να φτάσουν στην ακτή.
«Μπήκαμε στη θάλασσα, κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δεν βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε βοήθεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, «αυτό ήταν…», ανέφερε ο κ. Φλώρος για να προσθέσει: «Μετά από πολλές ώρες είδαμε κάτι φώτα. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο. Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας… Δεν βλέπαμε καλά, στην ακτή φαίνονταν κάποια ασθενοφόρα. Εκεί είδαμε πλαστικές σακούλες μαύρες που τις έκλειναν… Αν μέναμε μέσα στο σπίτι θα καιγόμασταν ζωντανοί. Ήταν τόσο το θερμικό φορτίο που έλιωσαν τα σίδερα…».
Ο μάρτυρας ανέφερε στην κατάθεσή του πως ποτέ δεν είδε κάποιον εκπρόσωπο των αρχών. «Τον μόνο ένστολο που είδα ήταν μια λιμενικός στις 11 τη νύχτα στο λιμάνι της Ραφήνας», είπε.
«Κάηκα στο 30% του σώματος μου» ανέφερε από την πλευρά του ο κ. Χατζησταματίου, περιγράφοντας και εκείνος τις προσπάθειες που κατέβαλε εντελώς μόνος, όπως είπε, να σώσει τα μέλη της οικογένειάς του, τη γυναίκα του, τη νύφη του και τον εγγονό του από τις φλόγες. «Είχαμε επιστρέψει από το μπάνιο στο σπίτι μας. Γύρω στις 5:30 το απόγευμα υπήρχαν καπνοί στις 6 περίπου άρχισαν να πέφτουν μεγάλες κάφτρες. Είδα τη φωτιά μέσα στην αυλή μας. Στις 6:10 είχε κοπεί το ρεύμα. Πήρα την οικογένεια μου και φύγαμε προς τη παραλία. Τη γυναίκα μου, τον εγγονό μου και την νύφη μου. ….Η νύφη μου κάθε ένα 15 λιποθυμούσε, είχε επηρεαστεί τα αναπνευστικό της εκτός από τα εγκαύματα που είχε. Έψαχνα να βρω νερό να της δώσω, σε αυτήν και τον εγγονό μου. Είδα παρκαρισμένα πυροσβεστικά να κοιτάνε τη φωτιά. Θέλω να πω ότι 6: 45 βγήκε στη τηλεόραση ο Δήμαρχος της Ραφήνας και είπε ότι δεν κινδυνεύουμε από τη φωτιά, ότι πάει προς το Διόνυσο, και ότι μπορούμε να κυκλοφορούμε με τα αυτοκίνητά μας. Αν δεν βλέπαμε τον καπνό θα είχαμε καεί. Δε μας ενημέρωσε κανείς».
Από την πλευρά του, ο μάρτυρας Ιωάννης Χατζηαθανασίου, ο οποίος έχασε την αδελφή του στην φονική πυρκαγιά, ανέφερε στην κατάθεσή του: «Είδα το σπίτι κατεστραμμένο. Είδα μετά το αυτοκίνητο με τα κλειδιά μέσα και με βαλίτσες φορτωμένο να έχει καεί, δυστυχώς δεν εμφανίστηκε κάποιο ελικόπτερο να κάνει ρίψεις. Μόνο μία ρίψη είδα γύρω στις 5 Δεν υπήρχε μέριμνα, δεν ειδοποιήθηκα από κανέναν, ούτε είχα κάποια πληροφόρηση».
Να σημειωθεί τέλος, ότι κατά την εξέταση μάρτυρα οι τόνοι ανέβηκαν μεταξύ των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής ενώ από το ακροατήριο συγγενείς θυμάτων φώναξαν απευθυνόμενοι προς την υπεράσπιση «ντροπή σας».