Αντιδικία με τους δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι και χειρίστηκαν τη μεγάλη δικογραφία με τους μυστηριώδεις θανάτους ηλικιωμένων σε γηροκομείο στα Χανιά άνοιξαν οι επικεφαλής του συγκεκριμένου οίκου ευγηρίας, οι οποίες βρίσκονται εδώ και έναν χρόνο προφυλακισμένες για την υπόθεση.
Ειδικότερα, η 68χρονη ιδιοκτήτρια του γηροκομείου «Αγία Σκέπη» αλλά και η 44χρονη κόρη της κατέθεσαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας μήνυση σε βάρος της αντιεισαγγελέως Χανίων και του αρμόδιου ανακριτή για κατάχρηση εξουσίας. Στη μήνυσή τους κάνουν λόγο για ύπαρξη ενορχηστρωμένης και άδικης επίθεσης εναντίον τους, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζουν, να ασκηθούν σε βάρος τους ποινικές διώξεις πέρα από κάθε φαντασία και λογική, όπως για δήθεν ανθρωποκτονίες από πρόθεση κ.ά..
Ακόμη, οι δύο μηνύτριες αποδίδουν δόλο στην εισαγγελέα και στον ανακριτή που χειρίστηκαν την υπόθεση, καταλογίζοντάς τους μάλιστα και αντιδικονομική λειτουργία. Και αυτό διότι, όπως υποστηρίζουν, τους άσκησαν επιπλέον ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη σε βάρος τροφίμου που απεβίωσε το 2017, χωρίς να υπάρχει τέτοιο δικαίωμα και μάλιστα για πράξη που είναι ανέγκλητη, επομένως όχι παράνομη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση, οι ηλικιωμένοι στο γηροκομείο φέρεται ότι κακοποιούνταν, είχαν πλημμελή φροντίδα και είχαν υποστεί ακόμη και βία. Η συγκεκριμένη υπόθεση άρχισε να ερευνάται από το 2015, με τις Αρχές να διαπιστώνουν πως οι ηλικιωμένοι ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, βρόμικοι και υποσιτισμένοι. Σε κάποιες δε περιπτώσεις φέρεται ότι λάμβαναν χωρίς τη θέλησή τους και χωρίς να υπάρχει λόγος φάρμακα που χορηγούνται σε βαριές ψυχασθένειες, ώστε να μην έχουν επαφή με το περιβάλλον, ενώ σιτίζονταν από τη μύτη ή έκαναν την ανάγκη τους σε καθετήρες, προκειμένου να μην απασχολείται το προσωπικό.
Μετά την υποβολή της μήνυσης οι δικηγόροι των δύο κατηγορούμενων γυναικών, Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Ρουσσόπουλος, με δήλωσή τους ανέφεραν ότι η εισαγγελέας και ο ανακριτής εξέθεσαν τις μηνύτριες σε ποινική δίωξη και ανάκριση για κακουργηματική απάτη, αδίκημα που διώκεται κατ΄ έγκληση, ενώ στην περίπτωσή τους δεν υπήρχε έγκληση από δικαιούμενο πρόσωπο.
«Κινήθηκε δηλαδή ποινική διαδικασία από πρόσωπα που ασκούν δικαστική εξουσία για ανύπαρκτο αδίκημα, εκθέτοντας σε πολλαπλούς κινδύνους δύο γυναίκες» τόνισαν ακόμη οι δύο δικηγόροι, για να προσθέσουν: «Ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών λειτουργών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους παρεκκλίσεις και μη νόμιμες και ανύπαρκτες ποινικές διώξεις αθώων πολιτών σε ένα κράτος δικαίου και ευνομίας. Ζητάμε από την Εισαγγελία και τις δικαστικές Αρχές να αποδοθούν ευθύνες. Κανείς δεν δικαιούται να εξαιρείται από την υποχρέωση νομιμότητας, πολύ δε περισσότερο οι δικαστικοί λειτουργοί, που είναι ενταγμένοι στη τήρηση του δικαίου και της νομιμότητας».