Πυραυλικά Ινδικά Προγράμματα – Μπορεί η Ελλάδα να συμμετέχει; Είναι αναμφίβολα και για πολλούς λόγους δύσκολη για την Ελλάδα μία διαδικασία αναζήτησης εναλλακτικών εξοπλιστικών πηγών, εκτός ΝΑΤΟ. Το ίδιο ίσχυε και για την Τουρκία βέβαια για τους ίδιους λόγους, που όμως δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου. Το μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική πλευρά εντοπίζεται στο ότι η Τουρκία “ξεπέρασε” αυτούς τους λόγους σε βάθος χρόνου για λόγους εθνικής ασφαλείας. Οι στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδας, πλέον υπερβαίνουν το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, κάτι το οποίο αποτελεί και ευκαιρία, καθώς η πρόσβαση σε αυτό, θέλγει πολλούς…
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Σήμερα, μετά από 30 και πλέον χρόνια από την έναρξη της διαδικασίας αρχικά και σε δεύτερο χρόνο αυτόνομης ανάπτυξης και κατασκευής – μαζικής παραγωγής βαλλιστικών πυραύλων από την Τουρκία, η απειλή έχει λάβει πλέον εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις για την Ελλάδα.
Η ίδια η Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να παράσχει κάποιου είδους ουσιαστική εγγύηση στην Ελλάδας. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, η Ελλάδα, σε πρώτη φάση να απευθυνθεί στην Ευρώπη για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του πυραυλικού Πυροβολικού. Μπορεί να μην υπάρχουν διαθέσιμες επιλογές στον τομέα των βαλλιστικών πυραύλων, δεδομένου ότι τόσο η Γαλλία, όσο και η Γερμανία βασίζονται στο αμερικανικό MLRS (M-270).
Υπάρχουν όμως ακριβές μεν, αλλά υπαρκτές και επαρκείς εναλλακτικές στο κομμάτι των πυραύλων cruise όπως οι SCALP-EG/SCAL Naval (MdcN) και ο KEPD 350, αλλά και σε νέα συστήματα επίγειας εκτόξευσης τέτοιων όπλων. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς η ελληνική πλευρά να έχει πρωτίστως εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στο πρόγραμμα JFS-M και σε δεύτερο χρόνο να κάνει αυτό που κάνει και η Τουρκία…
Να στραφεί δηλαδή σε φίλιες ή συμμάχους χώρες που έχουν προγράμματα ανάπτυξης και παραγωγής βαλλιστικών πυραύλων, με στόχο να διασφαλίσει το ταχύτερο δυνατό αντίστοιχων δυνατοτήτων βεληνεκούς και ακρίβειας προσβολής όπλα. Μέχρι τώρα δεν το έχει πράξει με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γιατί ακόμη και η συγκρότηση μίας πλήρους αντιβαλλιστικής ομπρέλας, δεν μπορεί να διασφαλίσει αποτελεσματική αποτροπή για την Ελλάδα.
Οι χώρες με τις οποίες θα μπορούσε άμεσα να υπάρξει συνεργασία σε αυτό το πεδίο, είναι η Σερβία και η Ινδία. Ξεκινώντας από την πρώτη επιλογές υπάρχουν αν και είναι περιορισμένες. Το σύστημα που θα ενδιέφερε, ή θα έπρεπε να ενδιαφέρει την Ελλάδα είναι το Shumadia. Πρόκειται για πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών (MLRS) τύπου Jerina 1 και Jerina 2.
H πρώτη είναι διαμέτρου 400 χιλιοστών, καθοδήγησης INS (αδρανειακή) και βεληνεκούς 285 χιλιομέτρων. Τέσσερις τέτοιες ρουκέτες βάρους 1550 κιλών έκαστη, μπορούν να αξιοποιηθούν από το σύστημα, ή μέχρι 12 Jerina 2, διαμέτρου 262 χιλιοστών και βεληνεκούς 70 χιλιομέτρων. Η εκρηκτική θραυσματογόνος πολεμική κεφαλή (γόμωση) της Jerina 1 έχει βάρος 200 κιλών.
Σχετικά με την ακρίβεια προσβολής αναφέρεται CEP (Circular Error Probable) 150 μέτρων με αδρανειακή καθοδήγηση μόνο. Η ακρίβεια αυξάνεται θεαματικά (CEP 50 μέτρων) όταν η καθοδήγηση INS συνδυάζεται και με καθοδήγηση GPS. Για την Jerina 2 υπάρχει η επιλογή εκρηκτικής θραυσματογόνου κεφαλής βάρους 110 κιλών, ή κεφαλή διασποράς με 288 βομβίδια ΚΒ-2. Ο εκτοξευτής του συστήματος είναι εγκατεστημένος σε όχημα 8Χ8 τύπου Kamaz. To ίδιο που χρησιμοποιείται και για το αυτοκινούμενο πυροβόλο τύπου NORA B52 που έχει αποκτήσει και η Κύπρος.
Το σύστημα Shumadia πέρα από τις δυνατότητες συμπαραγωγής που θα φέρει στην Ελλάδα, φέρεται ως μία από τις πλέον οικονομικές και αποδοτικές λύσεις αντικατάστασης του συστήματος Μ-270 MLRS, σε περίπτωση που τα τελευταία δεν εκσυγχρονιστούν. Πρόκειται επίσης για μία από τις πλέον οικονομικές, αποδοτικές και επαρκείς ποσοτικά λύσεις για τον εξοπλισμό όλων των μεγάλων νησιών του κεντρικού και ανατολικού Αιγαίου.
Σε κάθε περίπτωση βαλλιστικοί πύραυλοι όπως ο PrSM βεληνεκούς 500 χιλιομέτρων, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα αποδεσμευθούν στην Ελλάδα. Και αυτό είναι κάτι που γράφεται με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία αλλά και το ότι τέτοια όπλα οι ΗΠΑ δεν έχουν αποδεσμεύσει φυσικά ούτε στην Τουρκία. μακάρι οι εξελίξεις να μας διαψεύσουν…
Συνεπώς η Ελλάδα χρειάζεται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, επαρκές ποσοτικά και αποτελεσματικό πυραυλικό Πυροβολικό, για να δημιουργήσει φυσαλίδες άρνησης και απαγόρευσης πρόσβασης περιοχής (Α2/AD) στο Αιγαίο και φυσικά να διασφαλίσει πραγματική αποτρεπτική αξιοπιστία έναντι της Τουρκίας. Από εκεί και πέρα σε καθαρά υποστρατηγικό επίπεδο και αντιγράφοντας τις τουρκικές επιλογές και ενέργειες, η ελληνική πλευρά έχει την εναλλακτική εξέτασης της αγοράς ινδικών πυραυλικών συστημάτων εδάφους -εδάφους.
Η Ινδία με ρωσική κυρίως συνδρομή έχει αναπτύξει και εντάξει σε υπηρεσία πυραυλικά συστήματα μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Η οικογένεια βαλλιστικών πυραύλων Prithvi φτάνει σε βεληνεκές μέχρι και τα 600 χιλιόμετρα (Prithvi III/SS-350) και πλαισιώνεται στις ινδικές ένοπλες δυνάμεις από την οικογένεια πυραύλων μέσου και μεγάλου βεληνεκούς Agni. Υπάρχουν επομένως μεγάλα περιθώρια συνεργασίας σε αυτό τον τομέα με την Ινδία, με δεδομένη τη συνεχώς διευρυνόμενη σχέση κατανόησης Αθήνας – Νέου Δελχί.
Για τον πολυηχητικό αντιπλοϊκό πύραυλο BrahMos, δεν χρειάζεται να γίνει καμία περαιτέρω ανάλυση από τη στιγμή που το DP έχει κάνει δεκάδες αφιερώματα και αναφορές στο όπλο αυτό και τη μέχρι σήμερα εξέλιξή του στις διάφορες εκδόσεις. Φυσικά στις ελληνικές εναλλακτικές θα μπορούσε να προστεθεί και ο ισραηλινός βαλλιστικός πύραυλος LORA. Μένει να αποδειχθεί έμπρακτα το κατά πόσο είναι πραγματικά διατεθειμένο το Ισραήλ να αποδεσμεύσει κρίσιμα όπλα και συστήματα στην Ελλάδα.
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει συμβασιοποιηθεί απολύτως τίποτα από ότι έχει περάσει από την Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής των Ελλήνων (συλλογές SPICE, Rampage, SPIKE N-LOS). H στρατηγική συνεργασία και σχέση των δύο κρατών επομένως, μένει να αξιολογηθεί και επί της ζωτικής σημασίας για την ελληνική αποτρεπτική ισχύ, αυτής βάσης.