Τα βαρέα B-2 Spirit stealth bomber χρησιμοποίησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να χτυπήσουν αποθήκες πυρομαχικών στην Υεμένη.
Η επιλογή των stealth βομβαρδιστικών που συμμετείχαν στην αμερικανική επίθεση στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε όλη την περιοχή: «Μπορούμε και διαθέτουμε όλα τα οπλικά συστήματα να χτυπήσουμε τους πάντες».
«Αυτή ήταν μια μοναδική επίδειξη της ικανότητας των ΗΠΑ να στοχεύουν εγκαταστάσεις που οι αντίπαλοί μας προσπαθούν να κρατήσουν μακριά, ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά θαμμένες κάτω από το έδαφος, σκληρές ή οχυρωμένες είναι», ανέφερε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Λόιντ Όστιν σε δήλωσή του. «Η χρησιμοποίηση βομβαρδιστικών αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας stealth B-2 Spirit της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ αποδεικνύει τις παγκόσμιες ικανότητες των ΗΠΑ να αναλάβουν δράση εναντίον αυτών των στόχων όταν είναι απαραίτητο, ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε», είπε.
Ήταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το στρατηγικό βομβαρδιστικό stealth για να επιτεθούν στους Χούτι στην Υεμένη. Το B-2 είναι μια πολύ μεγαλύτερη πλατφόρμα από τα μαχητικά αεροσκάφη που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής για τη στόχευση εγκαταστάσεων και όπλων των Χούτι, ικανή να μεταφέρει πολύ μεγαλύτερο φορτίο βομβών.
Το Stealth Bomber B-2 Spirit: Η αιχμή της στρατηγικής αεροπορικής ισχύος των ΗΠΑ
Το Northrop B-2 Spirit, γνωστό και ως Stealth Bomber, είναι ένα αμερικανικό βαρύ στρατηγικό βομβαρδιστικό, το οποίο χρησιμοποιεί τεχνολογία χαμηλής ανιχνευσιμότητας για να διαπερνά πυκνές αντιαεροπορικές άμυνες.
Το αεροσκάφος τύπου «ιπτάμενη πτέρυγα» διαθέτει πλήρωμα δύο ατόμων και σχεδιάστηκε από τη Northrop (μετέπειτα Northrop Grumman), με τους Boeing, Hughes και Vought ως κύριους υπεργολάβους. Παράχθηκε την περίοδο 1987-2000 και μπορεί να ρίξει τόσο συμβατικά όσο και θερμοπυρηνικά όπλα, όπως μέχρι και 80 βόμβες Mk 82 JDAM 500 λιβρών ή 16 πυρηνικές βόμβες B83.
Η ανάπτυξη του B-2 ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του προγράμματος Advanced Technology Bomber (ATB) την εποχή της κυβέρνησης Κάρτερ, η οποία ακύρωσε το πρόγραμμα του βομβαρδιστικού B-1A, καθώς το ATB έδειχνε μεγάλες προοπτικές.
Παρ’ όλα αυτά, οι δυσκολίες κατά την ανάπτυξη προκάλεσαν καθυστερήσεις και αύξηση του κόστους, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να καταλήξει να παράγει μόλις 21 αεροσκάφη, με μέσο κόστος $2,13 δισεκατομμύρια (περίπου $4,04 δισεκατομμύρια το 2023). Το καθαρό κόστος κατασκευής ανά αεροσκάφος ανήλθε σε $737 εκατομμύρια, ενώ το συνολικό κόστος, που περιλαμβάνει εξοπλισμό, ανταλλακτικά και υποστήριξη, έφτασε τα $929 εκατομμύρια ανά αεροσκάφος.
Το B-2 μπορεί να εκτελεί επιθέσεις από ύψος 50.000 ποδιών (15.000 μέτρα) και έχει εμβέλεια 6.000 ναυτικών μιλίων (11.000 χλμ.) χωρίς ανεφοδιασμό, ενώ με ανεφοδιασμό μπορεί να πετάξει πάνω από 10.000 ναυτικά μίλια (19.000 χλμ.). Το αεροσκάφος μπήκε σε υπηρεσία το 1997 και αρχικά σχεδιάστηκε για πυρηνικές επιθέσεις, ωστόσο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μάχες με συμβατικό οπλισμό στον πόλεμο του Κοσόβου το 1999, και αργότερα σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Λιβύη.
Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ διαθέτει σήμερα 19 ενεργά B-2, καθώς ένα καταστράφηκε το 2008 και ένα ακόμη το 2022. Το σχέδιο είναι να παραμείνουν σε υπηρεσία μέχρι το 2032, οπότε και θα αντικατασταθούν από το Northrop Grumman B-21 Raider.
Η ανάπτυξη του προγράμματος B-2 ήταν ένα απόρρητο έργο, και όλοι οι εμπλεκόμενοι χρειαζόταν ειδική άδεια ασφαλείας. Στο εργοστάσιο του Pico Rivera στην Καλιφόρνια, όπου κατασκευάστηκαν τα αεροσκάφη, οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν αυστηρή εχεμύθεια. Το B-2 εμφανίστηκε δημόσια για πρώτη φορά το 1988 στο εργοστάσιο Plant 42 στην Καλιφόρνια, αλλά η θέαση ήταν περιορισμένη.
Το B-2 σχεδιάστηκε για να πραγματοποιεί βαθιές επιδρομές σε εχθρικά εδάφη, χρησιμοποιώντας τις ιδιότητες της χαμηλής ανιχνευσιμότητας και της υψηλής αεροδυναμικής απόδοσης. Μπορεί να μεταφέρει οπλισμό έως 40.000 λίβρες (18.000 κιλά), ενώ είναι εξοπλισμένο με προηγμένα συστήματα κατεύθυνσης και οπλισμού, όπως το σύστημα GPS-Aided Targeting System (GATS) και τις βόμβες JDAM.