Σε αυτό το πλαίσιο, η κοινή στρατιωτική άσκηση «Juniper Oak» της περασμένης εβδομάδας, η μεγαλύτερη που έχουν πραγματοποιήσει ποτέ ΗΠΑ – Ισραήλ, έστειλε ηχηρά μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις αποτελώντας επίδειξη δύναμης και τρομακτικής ισχύος πυρός. Συνολικά 6.400 Αμερικανοί και 1.500 Ισραηλινοί συμμετείχαν στην άσκηση με 142 μαχητικά αεροσκάφη (100 αμερικανικά και 42 ισραηλινά) να σκεπάζουν κυριολεκτικά την Ανατολική Μεσόγειο όπου το αεροπλανοφόρο «USS GEORGE W. BUSH» μαζί με 11 πολεμικά πλοία συνοδείας κινούσαν τα νήματα των επιχειρήσεων σε θάλασσα, αέρα, ξηρά, διάστημα και κυβερνοχώρο. Στόχοι της άσκησης ήταν η αναβάθμιση του επιπέδου της διαλειτουργικότητας, η ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων σε διαφορετικά θέατρα επιχειρήσεων, η προστασία συμμαχικών χωρών και η αποτροπή δυνητικών επιθετικών ενεργειών αντιπάλων. Επισήμως, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι διέψευσαν τις αναφορές ότι μεταξύ των σεναρίων της άσκησης περιλαμβανόταν και η προσομοίωση πληγμάτων σε πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Παρόλα αυτά, οι συνειρμοί είναι προφανείς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η διεξαγωγή της μεγάλης κλίμακας άσκησης ενθουσίασε ακόμα και τα «γεράκια» της Ουάσιγκτον, που ζητούν σταθερά από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να υιοθετήσει αυστηρότερη πολιτική κατά του Ιράν. Μόνη ένσταση τους ότι τα βομβαρδιστικά B-52, που επιχείρησαν στην περιοχή, δεν εκπέμπουν το κατάλληλο μήνυμα προς την Τεχεράνη καθώς θεωρούνται από αρκετούς ότι δεν έχουν την απαιτούμενη ικανότητα διείσδυσης σε προηγμένη αντιαεροπορική άμυνα για να πλήξουν με συμβατικές βόμβες στόχους πυρηνικών εγκαταστάσεων βαθιά στη γη. Την αποστολή αυτή μπορούν να εκτελέσουν τα «αόρατα» στρατηγικά βομβαρδιστικά B-2, η συμμετοχή των οποίων σε επόμενες κοινές ασκήσεις με τους Ισραηλινούς κρίνεται από «σκληροπυρηνικούς» Αμερικανούς αναλυτές απαραίτητη ώστε το μήνυμα προς το Ιράν να είναι ξεκάθαρο. Σε κάθε περίπτωση, το μέγεθος, το εύρος και η πολυπλοκότητα αυτής της άσκησης κατέδειξαν ότι ΗΠΑ και Ισραήλ μπορούν όχι μόνο να συνεργάζονται αλλά και να δημιουργούν συνθήκες αδιαμφισβήτητης υπεροχής στο πεδίο, που είναι δύσκολο εάν όχι ανέφικτο να αναπτύξουν άλλες ισχυρές στρατιωτικά χώρες. Για το λόγο αυτό, η «Juniper Oak» θορύβησε τις χώρες, που διατηρούν εχθρικές σχέσεις με το Ισραήλ. Πολύ περισσότερο όταν η σχεδίαση της άσκησης ξεκίνησε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, αποδεικνύοντας το στενό επίπεδο συντονισμού μεταξύ του αμερικανικού στρατού και των ισραηλινών δυνάμεων. Μια τέτοια άσκηση όμως είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, και ευρύτερο αντίκτυπο, που ξεπερνά τα όρια της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς οι ΗΠΑ, την ώρα που στηρίζουν με οπλικά συστήματα δις δολαρίων την Ουκρανία και συνεχίζουν να έχουν στρατιωτική παρουσία σε όλο τον κόσμο, μπορούν να αναπτύσσουν άμεσα εντυπωσιακή ισχύ πυρός σε ευαίσθητες γεωγραφικές περιοχές αμερικανικού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, το δίχτυ στρατιωτικής ασφάλειας και συνδρομής, που άπλωσαν οι Αμερικανοί γύρω από το Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα εκτιμάται ότι είναι πιθανό να επισπεύσει την προσέγγιση χωρών της περιοχής με το Τελ Αβίβ οδηγώντας σε εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων. Μάλιστα, η Ουάσιγκτον σκοπεύει να ενθαρρύνει και άλλα περιφερειακά κράτη να συμμετάσχουν σε παρόμοιες μεγάλες και σύνθετες ασκήσεις σχηματοποιώντας μια νέα αρχιτεκτονική περιφερειακής ασφάλειας, στην οποία η χώρα μας έχει σημαντική θέση. Άλλωστε, η αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των Αμερικανών επί ελληνικού εδάφους όχι μόνο δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την Άγκυρα αλλά θεωρείται ως η μεγαλύτερη απόδειξη του επανασχεδιασμού των στρατηγικών συνεργασιών των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με το μπλόκο του Κογκρέσου στην πώληση των F-16 κάνουν τους Τούρκους αξιωματούχους να μιλούν ακόμα και για έναν αναπτυσσόμενο στην ελληνική επικράτεια αμερικανικό στρατιωτικό κλοιό, που στοχεύει στην περικύκλωση της χώρας τους.