Η ανάλυση των οικονομικών στοιχείων για την ελληνική οικονομία αναδεικνύει μια σειρά προκλήσεων και προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Βρίσκεται δεύτερη από το τέλος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, καθώς και δεύτερη σε ό,τι αφορά τους υψηλότερους έμμεσους φόρους, δείχνοντας ένα σύνολο προβλημάτων που επηρεάζουν τους πολίτες και την επιχειρηματικότητα.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση όσον αφορά την πραγματική ανάπτυξη μεταξύ 2019 και 2023 αναδεικνύει την ανάγκη για στρατηγικές που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάκαμψη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ανησυχητική μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ απαιτεί πιθανόν αναθεώρηση της φορολογικής πολιτικής και την προώθηση κινήτρων για επιχειρηματικότητα και επενδύσεις.
Η κατάσταση της στέγασης είναι ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που τονίζεται, καθώς τα 3/4 των νέων εξακολουθούν να ζουν στην παιδική τους κρεβατοκάμαρα, ενώ η ελάχιστη ιδιωτική επένδυση αναφέρεται ως ένας παράγοντας που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και των εμπορευμάτων αναδεικνύουν την υπερβολική πίεση που υφίστανται οι καταναλωτές, ενώ οι ανατιμήσεις ανενόχλητες σε βασικά είδη δείχνουν ένα πρόβλημα με τον πληθωρισμό και την οικονομική σταθερότητα.
Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί οφειλέτες στην Εφορία, μερικοί από τους οποίους έχουν συγκεντρώσει σημαντικά ποσά χρεών, αντίθετα με την πίεση που ασκείται στους μικροοφειλέτες, δείχνει μια ανάγκη για δίκαιη και αποτελεσματική φορολογική πολιτική.
Συνολικά, η ανάλυση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για ολοκληρωμένες πολιτικές που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα.
Τα οικονομικά στοιχεία περιλαμβάνουν:
Η Ελλάδα κατέλαβε την 21η θέση στην ΕΕ όσον αφορά την πραγματική ανάπτυξη μεταξύ 2019 και 2023.
Είναι δεύτερη από το τέλος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη, ακριβώς πάνω από τη Βουλγαρία.
Είναι δεύτερη από την κορυφή όσον αφορά τους υψηλότερους έμμεσους φόρους, ακριβώς κάτω από τη Σουηδία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών το προηγούμενο δίμηνο υπολογίζεται το ποσό της δαπάνης ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ στα 70 ευρώ από 61 ευρώ πέρυσι ( αύξηση 14,7%) . Αντίστοιχα, η μέση μηνιαία δαπάνη υπολογίζεται στα 370 ευρώ από 324 ευρώ πέρυσι. Επιπλέον, παρατίθενται και δεδομένα σχετικά με την κατάσταση της κατανάλωσης και των τιμών στην αγορά:
Οι καταναλωτές δαπανούν κατά μέσο όρο 450 ευρώ τον μήνα στο σούπερ μάρκετ, με τη μέση μηνιαία δαπάνη να ανέρχεται στα 370 ευρώ.
Η αύξηση στις τιμές των τροφίμων και των εμπορευμάτων ανέρχεται σε ποσοστό που ξεπερνά το 30% τα τελευταία 3 χρόνια.
Η πίεση του πληθωρισμού είναι ανησυχητική, με ανατιμήσεις που συνεχίζονται ανενόχλητες σε βασικά είδη τροφίμων.
Υπάρχει μεγάλη οφειλή προς την Εφορία, με 9.380 οφειλέτες να χρωστούν συνολικά 82,26 δις. ευρώ, ενώ οι υπόλοιποι 3,9 εκατομμύρια οφειλέτες χρωστούν το ποσό των 24,74 δις. ευρώ.
Οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων από το 2019 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ είναι οι εξής:
Ελαιόλαδο: +116%
Αρνί: +66%
Τυριά: +42%
Φρούτα: +40%
Δημητριακά: +39%
Ζάχαρη: +37%
Καύσιμα: +34%
Μοσχάρι, Αυγά, Γάλα: +33%
Ψωμί: +32%
Τα οπωροκηπευτικά προϊόντα φτάνουν στους καταναλωτές ακόμα και τρεις φορές ακριβότερα από την τιμή που πουλάει ο παραγωγός.
Αυτές οι αυξήσεις αποτελούν μια σαφή ένδειξη των στρεβλώσεων στην αγορά αλλά και της υπερβολικής πίεσης που ασκείται στους καταναλωτές στο πλαίσιο της οικονομικής κατάστασης της χώρας.