Μια ακόμη αρνητική πρωτιά σημείωσε η χώρα μας στο θέμα της ακρίβειας, καθώς το 2023, οι Έλληνες καταναλωτές πλήρωσαν το ακριβότερο γάλα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το επίπεδο τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Εκτός από τα γαλακτοκομικά, και οι τιμές άλλων βασικών τροφίμων, όπως τα έλαια – λίπη, το ψωμί και τα δημητριακά, ξεπερνούν τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αλλά και οι τιμές των αλκοολούχων ποτών να βρίσκονται 51% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο.
Το 2023, οι τιμές των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών ήταν 5,7% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων ήταν 38% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ 27, κάνοντας την Ελλάδα την πιο ακριβή χώρα σε αυτή την κατηγορία.
Στα έλαια – λίπη, η Ελλάδα ήταν η τέταρτη ακριβότερη χώρα, με τιμές 26,3% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο. Το ψωμί επίσης είναι ακριβότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, ενώ οι τιμές στο κρέας και τα φρούτα – λαχανικά ήταν αντίστοιχα 6,3% και 14,10% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα τσιγάρα και εν γένει τα προϊόντα καπνού πωλούνται σε σχετικά χαμηλές τιμές στην Ελλάδα (27,10% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.).
Δεύτερη ακριβότερη στις τηλεπικοινωνίες
Η χώρα μας παραμένει μία από τις ακριβότερες χώρες στις τηλεπικοινωνίες. Ειδικότερα, μεγάλες διαφορές παρατηρούνται στις τιμές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα που είναι κατά 48,6% υψηλότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τη χώρα μας να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μετά το Βέλγιο. Από την άλλη, οι τιμές των υπηρεσιών μεταφορών είναι χαμηλότερες κατά 14,7% από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η εστίαση και τα καταλύματα παραμένουν συγκριτικά φθηνότερα, ενώ το 2023 και οι τιμές στην ενέργεια ήταν φθηνότερες, κατά 7% σε σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Σκέρτσος: Η Ελλάδα είναι η 8η φθηνότερη χώρα στην ΕΕ
Το θέμα της ακρίβειας, εν συγκρίσει, μάλιστα, με χώρες όπως η Ισπανία, είναι το κεντρικό ζήτημα της ανάρτησης του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάνοντας χρήση στοιχείων της Eurostat και της ισπανικής κεντρικής τράπεζας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας είναι «η 8η φθηνότερη χώρα στην ΕΕ», ενώ «παραμένει μια σχετικά φθηνή χώρα σε σχέση με τα άλλα μέλη της ΕΕ».
Με τίτλο της ανάρτησης, «Περνάει τελικά στις τιμές καταναλωτή ο μειωμένος ΦΠΑ ή όχι; Το αρνητικό παράδειγμα της Ισπανίας με τον χαμηλότερο ΦΠΑ και τον υψηλότερο πληθωρισμό», ο υπουργός Επικρατείας σημειώνει αναλυτικά: «Η μάχη για την ενίσχυση των εισοδημάτων, των μισθών και των συντάξεων, τη στήριξη της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων μαζί με τη βελτίωση του ανταγωνισμού και των τιμών υπέρ των καταναλωτών είναι διαρκής. Και την δίνουμε με επιμονή, θάρρος, ειλικρίνεια και χωρίς δογματισμούς, όπως φάνηκε με τη δεύτερη κατά σειρά έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων και τα βαριά πρόστιμα που πλέον επιβάλλονται σε όσες επιχειρήσεις παρανομούν».
Ωστόσο, συνεχίζει, «δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για την αντιπολίτευση που επιμένει να εισηγείται τη λάθος συνταγή – δηλαδή την εύκολη αλλά κοστοβόρα και κυρίως αποτυχημένη λύση της μείωσης ΦΠΑ – αλλά και το λάθος παράδειγμα, αυτό της Ισπανίας που δοκίμασε τη μείωση ή και τον μηδενισμό του ΦΠΑ χωρίς να πετύχει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα. Αντιθέτως εξακολουθεί να σημειώνει υψηλότερο πληθωρισμό από την Ελλάδα που έχει υψηλότερο ΦΠΑ».
Ενώ στη συνέχεια της ανάρτησής του παραθέτει τρία στοιχεία που, όπως αναφέρει, «δεν χωρούν αμφισβήτηση διότι προέρχονται από επίσημες πηγές της Eurostat και της ισπανικής κεντρικής τράπεζας». Συγκεκριμένα:
«Σύμφωνα με την Eurostat, σε 9 κατηγορίες τροφίμων η Ισπανία εφαρμόζει χαμηλότερο ή μηδενικό ΦΠΑ από την Ελλάδα. Κι όμως στις 8 από αυτές ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος από τον ελληνικό.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ισπανικής Κεντρικής Τράπεζας, στη σελ. 17 διαπιστώνεται σε γράφημα ότι οι μειώσεις του ΦΠΑ από την ισπανική κυβέρνηση έχουν μόνο ένα προσωρινό αποτέλεσμα της τάξης των 1-2 μηνών (με σχήμα U κυκλωμένο στα γραφήματα) ενώ στη συνέχεια οι τιμές του πληθωρισμού ανακάμπτουν στα ίδια και υψηλότερα επίπεδα και τη μείωση καρπώνονται οι μεσάζοντες.
Σε αντίθεση με όσα διαβάζουμε τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat το κόστος αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι μικρότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προφανώς τα εισοδήματα παραμένουν ακόμη χαμηλά και σημειώθηκε υψηλός πληθωρισμός τα 2 προηγούμενα χρόνια που κινήθηκε όμως στον μέσο όρο της ευρωζώνης».
Επίσης, αναφέρει, «σε σχέση με το 2020, έχουμε γίνει πιο φθηνοί σε σχέση με την μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το 2020 ήμασταν στο 88,4% των μέσων ευρωπαϊκών τιμών το 2023 είμαστε στο 87,2%. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχει ανέβει το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα. Σημαίνει, όμως, ότι έχει ανέβει λιγότερο από ο,τι στην μέση ευρωπαϊκή χώρα.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα παραμένει μια σχετικά φθηνή χώρα σε σχέση με τα άλλα μέλη της ΕΕ – οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών βρίσκονται στο 87% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Βεβαίως, είμαστε ακριβότεροι από 7 χώρες (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Ρουμανία), αλλά είμαστε φθηνότεροι από τα υπόλοιπα 19 κράτη μέλη (με άλλα λόγια, είμαστε η 8η φθηνότερη χώρα στην ΕΕ).
Παρά ταύτα, προσθέτει, «είναι όλα αυτά λόγος για να πανηγυρίζουμε; Σε καμία περίπτωση. Η Ελλάδα έχασε το 30% των εισοδημάτων της την προηγούμενη δεκαετία και πρέπει να αναπτύσσεται για πολλά χρόνια με υψηλότερους ρυθμούς από την ΕΕ για να καλύψει τη χαμένη απόσταση. Όπως συμβαίνει δηλαδή τα τελευταία χρόνια.
Τη μάχη για καλύτερα εισοδήματα θα την κερδίσουμε με τις σωστές πολιτικές, με αλήθεια, τεκμηρίωση και σεβασμό στον αγώνα που δίνουν οι πολίτες να σταθούν ξανά στα πόδια τους χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη που μας οδήγησαν στην επώδυνη περιπέτεια της πολυετούς κρίσης του 2010-2019», καταλήγει στην ανάρτησή του, ο υπουργός Επικρατείας.
ethnos.gr