Οι θέσεις της κυβέρνησης Ερντογάν πάντα καθρεπτίζονται στα δημοσιεύματα και στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ όχι μόνο των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ.
Τις τελευταίες δεκαετίες λαμβάνει χώρα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μια συνεχή σύγκρουση χαμηλής έντασης (low intensity warfare) στην οποία κυριαρχούν η στρατιωτική και πολιτική πίεση, η κατασκοπεία και ο ψυχολογικός πόλεμος με κύριο εργαλείο την εξαγωγή πολιτισμού.
Στην πραγματικότητα ωστόσο η τουρκική απειλή αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη περιλαμβάνοντας τον κυβερνοπόλεμο αλλά και ένα πλήθος δραστηριοτήτων από τον ευρύτατο χώρο του μη κανονικού πολέμου (irregular warfare), όπως η λαθρομετανάστευση, οι παραστρατιωτικές επιχειρήσεις και το οργανωμένο έγκλημα.
Η εν λόγω συστράτευση στα πλαίσια μιας σφαιρικής προσέγγισης (comprehensive approach) τακτικών συμβατικού, μη κανονικού πολέμου και κυβερνοπολέμου προσδίδει ξεκάθαρα στην Τουρκία χαρακτηριστικά υβριδικής απειλής (hybrid threat).
Αυτό έκανε η Τουρκία και πριν λίγες ώρες με προκλητικό άρθρο, που έχει σαν στόχο και σκοπό να ξεσηκώσει τους μουσουλμάνους της χώρας μας.
Τι αναφέρουν οι Τούρκοι:
”Το Τζαμί Μουράτ Ρέις είναι ένα από τα σπάνια κτίρια της οθωμανικής εποχής που επιβίωσαν για αιώνες στο ελληνικό νησί της Ρόδου. Ωστόσο, το τζαμί, που χρησίμευσε ως κέντρο πίστης για τους μουσουλμάνους, εντάχθηκε στον αυξανόμενο κατάλογο των κτιρίων της οθωμανικής κληρονομιάς που τώρα χρησιμοποιούνται ως μουσεία από την Ελλάδα. Τώρα λειτουργεί ως μουσική σχολή, είπε ο Δρ Νεβάλ Κονούκ, ο οποίος μελετά την οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια.
Η μετατροπή είναι η τελευταία στις προσπάθειες της Ελλάδας να καταστρέψει τη μουσουλμανική τουρκική κληρονομιά της καθώς οι εντάσεις με τη γειτονική Τουρκία κλιμακώνονται.
Το τζαμί, γνωστό ως «külliye» στον τοπικό πληθυσμό (ένα συγκρότημα που περιλαμβάνει ένα τζαμί, μια οικία και ένα νεκροταφείο πεσόντων Οθωμανών στρατιωτών) έπεσε θύμα της κρυφής πολιτικής της Ελλάδας ενάντια στο οθωμανικό παρελθόν της. Στη Ρόδο, η πολιτική εκδηλώνεται ως η αγορά ιστορικών κτιρίων από ιδρύματα που τα διαχειρίζονται και η υποτιθέμενη «αποκατάστασή τους», η οποία ως επί το πλείστον χρησιμεύει στη διαγραφή της αρχικής του ταυτότητας, σύμφωνα με ειδικούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αρχική χρήση του κτιρίου εγκαταλείπεται και μετατρέπεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, πολλά οθωμανικά κτίρια μετατράπηκαν σε στρατιωτικές φυλακές, κινηματογράφους, επαρχιακά γραφεία, ξενώνες και αποθήκες. Επιπλέον, δεκάδες τζαμιά έκλεισαν για λατρεία, ενώ άλλα μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Πολλά κτίρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τότε έχουν καταρρεύσει.
Το Τζαμί Φετιγιέ στην Αθήνα, που χτίστηκε από τον Μεχμέτ τον Πορθητή το 1458, χρησιμοποιείται σήμερα ως εκθεσιακός χώρος. Αλλό Τζαμί στην Αθήνα έχει επίσης επαναχρησιμοποιηθεί ως μουσείο κεραμικής. Εν τω μεταξύ, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, τη Θεσσαλονίκη, το Τζαμί Χαμζά Μπέη –το παλαιότερο στην πόλη– έχει κλείσει λόγω εργασιών αποκατάστασης που στοχεύουν να μετατρέψουν το κτίριο σε μουσείο. Το εμβληματικό κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε το 1467, είχε προηγουμένως μετατραπεί σε κινηματογράφο. Το τζαμί Alaca Imaret της πόλης, το οποίο είναι σχεδόν εξίσου παλιό, έχει επίσης μετατραπεί σε μουσείο.
Το Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης – που χτίστηκε το 1904 – ήταν εδώ και καιρό κλειστό για λατρεία, με τον μιναρέ του να καταστράφηκε μετά την ενσωμάτωση της πόλης στη σύγχρονη Ελλάδα. Επί του παρόντος, το κτίριο λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος του δήμου. Παράλληλα, ο Λευκός Πύργος, ένα από τα σημαντικότερα οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, προβάλλεται ως «βυζαντινό έργο» και σύμβολο της πόλης.”