Η αρθρογράφος μάλλον δεν γνωρίζει τι συμβαίνει στην Ινδία, ή κάνει πως δεν ξέρει! Την στιγμή που θέλουμε συμμαχία με το Ν. Δελχί, κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να χαλάσουν οι σχέσεις μας!
Τι αναφέρει το άρθρο:
”Τι είναι αυτό το κράτος που φτιάχνει ο Μόντι, όμως; Και πόσο είχε δίκιο η Δύση;
Πριν από λίγες ημέρες, οι ηγέτες του G20, που συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα της προεδρεύουσας χώρας, το Νέο Δελχί, συμφώνησαν σε κάτι γενικόλογα που λογικά δεν κατάλαβαν ούτε οι ίδιοι. «Ως προεδρεύουσα του G20, η Ινδία καλεί ολόκληρο τον κόσμο να μετατρέψει αυτό το παγκόσμιο έλλειμμα εμπιστοσύνης σε μια κοινή εμπιστοσύνη. Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε όλοι μαζί», είπε ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντα Μόντι και μετά από τις εργασίας της συνόδου κορυφής πήγαν όλοι σπίτια τους συμφωνώντας ότι διαφωνούν, κυρίως στο θέμα της Ουκρανίας. Κι άφησαν τον Μόντι να συνεχίσει το δικό του σημαντικό έργο, που δεν αφορά τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τον ίδιον και τη χώρα που κυβερνά. Στα πολύ «ψιλά» της συνόδου κορυφής πέρασε η πρόσκληση που έστειλε το γραφείο της Προέδρου της Ινδίας Ντραουπάντι Μούρμου για το επίσημο δείπνο των ηγετών του G20. Συγνώμη, όχι της Ινδίας, της Μπάρατ. Τι είναι η Μπάρατ; Είναι έτσι όπως θα ονομάζεται η Ινδία εφεξής, διότι έτσι αποφάσισε ο ισχυρός άντρας της χώρας, ο Μόντι.
Ο Ναρέντα Μόντι κυβερνά τη χώρα από το 2014 και είναι ο άνθρωπος που, για να θυμηθούμε έναν άλλον τέως ηγέτη μεγάλης χώρας, θέλει «να κάνει την Ινδία ξανά μεγάλη». Δεν έκρυψε ποτέ ποιος είναι, άλλο αν ο κόσμος επέλεγε να μην το δει. Μέλος της ακροδεξιάς ινδουιστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, μεγάλωσε ψέλνοντας ύμνους και λαμβάνοντας στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση σε στρατόπεδα. Ο Μόντι και το κόμμα του, το Μπαρατίγια Τζανάτα (Ινδικό Λαϊκό Κόμμα), ήθελαν εξ αρχής να επιβάλουν τη «χιντούτβα» ή «ινδικότητα», τον ινδουιστικό τρόπο ζωής, ως κυρίαρχο στη χώρα, στη θέση του κοσμικού πλουραλισμού.
Η «χιντούτβα» είναι ένας όρος που επινοήθηκε το 1923 και εκφράζει την κύρια μορφή Ινδουιστικού υπερεθνικισμού στην Ινδία. Το κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα υιοθέτησε την ινδικότητα ως επίσημη ιδεολογία το 1989 και πολλοί Ινδοί κοινωνικοί επιστήμονες φώναζαν από τότε, περιγράφοντας την κίνηση ως φασιστική και εμμένοντας στην επιλογή της κοσμικής ομογενοποιημένης πλειοψηφίας. Λίγο πριν τις εκλογές του 2019, στην Ινδία ξέσπασε κύμα βίας εναντίον των μουσουλμάνων κατοίκων, που είχε ως συνέπεια πολλούς θανάτους. Και πάλι πολλοί προειδοποίησαν ότι ο Μόντι ήθελε να μετατρέψει τη μεγαλύτερη Δημοκρατία του κόσμου (με 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους) σε ένα φονταμενταλιστικό ινδουιστικό κράτος. Και πάλι κανείς δεν άκουσε. Οι περισσότεροι, στη Δύση κυρίως, ήταν πολύ απασχολημένοι με τη δαιμονοποίηση της Κίνας και εύχονταν η Ινδία να την ξεπεράσει τόσο σε πληθυσμό όσο και σε οικονομικά μεγέθη, πράγμα που κοντεύει να συμβεί.
Τι είναι αυτό το κράτος που φτιάχνει ο Μόντι, όμως; Και πόσο είχε δίκιο η Δύση; Οι πιέσεις για να αλλάξει το όνομα της χώρας, που έρχονται από το εσωτερικό του Μπαρατίγια Τζανάτα, φαίνονται σχετικά λογικές αν δεν ξέρει κανείς το υπόβαθρο. Η ονομασία «Ινδία», λένε, δόθηκε από τους Άγγλους και παραπέμπει στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ζητάνε. Παρόμοια αιτήματα απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας το 2016 και το 2020. Και τώρα το αίτημα επανέρχεται και είναι λίαν αμφίβολο εάν το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορέσει να κάνει κάτι. Λίγες μέρες πριν τη Σύνοδο του G20, ο σημερινός ηγέτης της Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, Μοχάν Μπαγκβάτ, είπε: «Δεν χρειάζεται να μας απασχολεί εάν κάποιος έξω από την Ινδία θα καταλάβει γιατί το κάνουμε ή όχι. Αν θέλουν, θα το καταλάβουν, αλλά δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Ο κόσμος μάς χρειάζεται σήμερα, δεν χρειαζόμαστε εμείς τον κόσμο».
Τα λόγια του θα είχαν λίγη σημασία εάν οι δεσμοί της οργάνωσης με το κυβερνών κόμμα δεν παρέμεναν πανίσχυροι, τόσο ισχυροί που ορισμένοι πιστεύουν ότι, στην πραγματικότητα, είναι η Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ που κυβερνά την Ινδία. Η ονομασία Μπάρατ περιλαμβάνεται στο σύνταγμα της Ινδίας ως δευτερεύουσα. Εάν επικρατήσει, η ονομασία «Ινδία» θα πρέπει να αφαιρεθεί. Για τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου, πάντως, έχει συγκληθεί έκτακτη ολομέλεια του ινδικού Κοινοβουλίου και υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο Μόντι θα θέσει το θέμα της ονομασίας επί τάπητος. Το πώς ακριβώς θα το πετύχει είναι μια άλλη συζήτηση, που μας φέρνει και στο γενικότερο θέμα των διαδικασιών που ακολουθούνται στη χώρα. Το πιθανότερο είναι ότι για αρχή θα επιβάλει άτυπα τη μετονομασία προκειμένου να δημιουργήσει μια ντε φάκτο κατάσταση, την οποία μετά οι νομοθέτες θα είναι δύσκολο να αρνηθούν.
Αλλάζοντας την Ιστορία
Το έκανε και πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Απρίλιο, όταν αφαιρέθηκαν τελικά από τα σχολικά βιβλία οι αναφορές στους μουσουλμάνους Μουγκάλ, οι οποίοι διοικούσαν την ινδική χερσόνησο από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα. Η κυβέρνηση μεθόδευε την αφαίρεση από το 2016, δημιουργώντας το κίνημα #DeleteMughalsFromHistory. Και φυσικά τα κατάφερε. Όλα αυτά δεν είναι ούτε απλά ούτε και πολύ ευχάριστα, εάν δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα. Ο Μόντι αλλάζει την Ιστορία, προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που θα βασίζεται σε επιλεκτικές ιστορικές μνήμες. Και βέβαια το μεγάλο ερώτημα είναι πού θα οδηγήσει αυτή η νέα πραγματικότητα το ωσονούπω πολυπληθέστερο κράτος της γης.
Η οργάνωση Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ, η ραχοκοκκαλιά της Δεξιάς στη χώρα, ιδρύθηκε το 1925 και από την αρχή είχε ένα όραμα που πήγαινε πολύ πέρα από τις όποιες δημοκρατικές διαδικασίες: Να μετατρέψει την Ινδία σε ένα αποκλειστικά ινδουιστικό έθνος, με όποιες μεθόδους χρειαζόταν να χρησιμοποιηθούν. Οι μέθοδοι, εξάλλου, καθορίζονται συχνά από τον στόχο και ο στόχος εν προκειμένω ήταν να «εξοστρακιστούν» από την εθνική συνείδηση (και από τη ζωή, ιδανικά) όλοι οι μη-ινδουιστές. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, άθεοι, υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους, όλοι αυτοί είναι, τα τελευταία χρόνια, στόχοι. Στόχοι προς εκκαθάριση, συχνότατα κυριολεκτική.
Όπως έγινε και το 2019, όταν ορδές εξαγριωμένων ινδουιστών εισέβαλαν σε μουσουλμανικά χωριά ή δολοφονούσαν εν ψυχρώ μουσουλμάνους κρεοπώληδες που πουλούσαν βοδινό κρέας, τέτοιου είδους μαζικές «σκούπες» πέφτουν συχνά στην Ινδία, όπως γίνεται και στην επαρχία Μανιπούρ, όπου οι ινδουιστές Μεϊτέι σφάζουν τους χριστιανούς Κούκι με την ανοχή της κυβέρνησης, ενώ διεκδικούν και το νομοθετημένο δικαίωμα να τους παίρνουν τη γη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι φανερό ότι ο Μόντι δεν δίνει δεκάρα για το «αποικιοκρατικό» παρελθόν της Ινδίας· αυτό που θέλει είναι να ισχυροποιήσει το ακροδεξιό εθνικιστικό αίσθημα, δίνοντας στους ινδουιστές ένα ολοδικό τους όνομα για μια ολοδική τους χώρα. Όσοι θα συνεχίσουν να ασπάζονται την ονομασία «Ινδία» και τη συμπεριληπτικότητα που υπονοεί, θα γίνουν κι αυτοί «άλλοι» και θα πάρουν σειρά για εκκαθάριση. Η άνοδος της Ακροδεξιάς στη χώρα, όπως όλα με τον Μόντι, επιτεύχθηκε αργά και σταθερά, με στρατηγικές κινήσεις. Και ο διχασμός είναι μια από αυτές. Είμαστε «εμείς» της απόλυτα καθαρής ινδουιστικής Μπάρατ και οι «άλλοι» της έκπτωτης ηθικά, θρησκευτικά και κοινωνικά Ινδίας. Ο Μπαγκβάτ είχε πει το 2013: «Οι βιασμοί δεν γίνονται στην Μπάρατ, γίνονται στην Ινδία». Η Μπάρατ θα είναι ένας εθνικά και θρησκευτικά καθαρός παράδεισος και η Ινδία ένα άλλοθι για τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Και ο Μόντι θα κυβερνάει και τα δύο.
Ενας δικτάτορας με λαμπερό χαμόγελο
Για το 2023, η χώρα είναι 161η (από 180 χώρες) στο δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου, μόλις τρεις θέσεις πάνω από τη Ρωσία. Και στον δείκτη Δημοκρατίας του Economist, η χώρα έχει κατρακυλήσει στη λίστα με τις «αποτυχημένες Δημοκρατίες»
Παρά τα όσα εξακολουθεί να θέλει να πιστεύει η Δύση, ο Μόντι είναι, στην πραγματικότητα, ένας δημοκρατικά εκλεγμένος δικτάτορας. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, οι δείκτες δημοκρατίας στη χώρα έχουν καταβαραθρωθεί. Για το 2023, η χώρα είναι 161η (από 180 χώρες) στον δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου, μόλις τρεις θέσεις πάνω από τη Ρωσία. Ο δείκτης Παγκόσμιων Ελευθεριών δείχνει ότι τα πολιτικά δικαιώματα και οι κοινωνικές ελευθερίες των Ινδών κατατρώγονται σταδιακά. Και στον δείκτη Δημοκρατίας του Economist, η χώρα έχει κατρακυλήσει στη λίστα με τις «αποτυχημένες Δημοκρατίες».
Η ινδική κυβέρνηση απορρίπτει αυτές τις μετρήσεις ως «εμπαθείς» και «υποκειμενικές». Η πραγματικότητα, όμως, δεν είναι υποκειμενική. Όποιος αντιπολιτεύεται τον Μόντι, ΜΜΕ, κάθε είδους οργανώσεις και ΜΚΟ, έχουν ανυπερθέτως την ίδια μεταχείριση: Τα γραφεία τους δέχονται επιθέσεις, τα μέλη τους δέχονται εξοντωτικές μηνύσεις και σε πολλές περιπτώσεις τούς απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα. Πρόσφατα ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Ραχούλ Γκάντι, έχασε τη βουλευτική του έδρα όταν καταδικάστηκε για «δυσφήμηση του επιθέτου Μόντι» σε δύο χρόνια φυλάκιση. Η εφαρμογή της ποινής ανεστάλη στο ανώτατο δικαστήριο, αλλά ο Γκάντι εξουδετερώθηκε πολιτικά. Παράλληλα, οι διώξεις των μουσουλμάνων λαμβάνουν τη μορφή πογκρόμ: οι πόλεις με μουσουλμανικά ονόματα μετονομάζονται και οι μοναδικές επαρχίες όπου το Ισλάμ είναι πλειοψηφία, το Κασμίρ και το Τζαμού, απογυμνώθηκαν από την αυτοδυναμία τους. Τη Δύση θα έπρεπε να την ανησυχούν και άλλα στοιχεία. Όπως, για παράδειγμα, ότι υπό τον Μόντι συρρικνώθηκε περαιτέρω το ποσοστό των γυναικών στην αγορά εργασίας (κάτω από το 20%) και ότι η υπερσυγκέντρωση πλούτου αυξήθηκε θεαματικά: Σήμερα το 1% του πληθυσμού κατέχει το 40,5% του εθνικού πλούτου, σε ένα οικονομικό σύστημα που θυμίζει επικίνδυνα τη ρωσική ολιγαρχία. Επίσης η ινδική κυβέρνηση έχει κηρύξει τον πόλεμο στις οργανώσεις που δρουν για το περιβάλλον, ενώ αφαίρεσε τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων και τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών από τα σχολικά βιβλία.
Γιατί θα έπρεπε να ανησυχούν όλα αυτά τη Δύση, η οποία γενικώς δεν έχει ιδιαίτερα θέματα να υποστηρίζει αυταρχικά καθεστώτα; Ας πούμε, διότι στις ΗΠΑ μόνο υπάρχουν αυτήν τη στιγμή περισσότερα από 200 παραρτήματα της εθνικιστικής ακροδεξιάς οργάνωσης Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ και είναι όλα τους πάρα πολύ ενεργά, μεταφέροντας στους Ινδούς που ζουν στη χώρα το αντι-μουσουλμανικό μένος που καλλιεργεί ο Μόντι και στην πατρίδα τους. Μέχρι αυτό να γίνει πρακτικό πρόβλημα -κάτι που είναι θέμα χρόνου να συμβεί-, οι ΗΠΑ θέλουν απεγνωσμένα να συσφίξουν τους δεσμούς τους με την Ινδία, η οποία είναι κομβικής σημασίας λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Ο Μόντι τα πάει περίφημα με τον Πούτιν και αγοράζει αβέρτα ρωσικά πετρέλαια σε «φιλικές» τιμές. Και έχει άμεση πρόσβαση σε αυτόν. Κι έτσι ξεχνιέται πολύ βολικά το γεγονός ότι, πριν γίνει πρωθυπουργός, του είχε απαγορευθεί η είσοδος τις ΗΠΑ, λόγω της εμπλοκής του σε μια ομαδική σφαγή μουσουλμάνων το 2002. Τώρα όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτος, αλλά οι Αμερικανοί πιθανότατα θα τον βοηθήσουν κιόλας να επανεκλεγεί του χρόνου, που έχουν εκλογές στην Ινδία.
Για όλους αυτούς τους λόγους κάνουν ότι δεν βλέπουν και τις ομοιότητές του με τον Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίον επίσης είχε πολύ στενή σχέση. Η βασική τους διαφορά είναι ότι ο Τραμπ κυβέρνησε μια χώρα με πολύ ισχυρούς θεσμούς, που λειτούργησαν στο τέλος ως ασφαλιστικές δικλίδες. Ο Μόντι κυβερνά μια χώρα που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απόλυτο αυταρχισμό, όσο ταυτόχρονα γιγαντώνεται οικονομικά. Οι Αμερικανοί χρειάζονται τον Μόντι και είναι πανέτοιμοι να του δώσουν γην και ύδωρ και να συνεχίσουν να κάνουν τα στραβά μάτια στον τρόπο που κυβερνά, όπως εξάλλου κάνουν χρόνια τώρα και με χώρες όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Το αν ο ίδιος θα φανεί ευγνώμων απέναντί τους είναι μια άλλη ιστορία,” καταλήγει το άρθρο.
To σχόλιό μας
Τέτοια άρθρα συνήθως γράφονται από την Τουρκία και το Πακιστάν. Η Ινδία σέβεται τους μουσουλμάνους, ειδικά στο Κασμίρ. Μάλιστα πριν έξι μήνες επισκέφθηκα την περιοχή και είδα από κοντά τις ειρηνική διαβίωση μουσουλμάνων και ινδουιστών στο κασμίρ!
Πριν από μερικά χρόνια, διάφορες εκθέσεις ανέφεραν ότι η Τουρκία και το Πακιστάν είχαν δημιουργήσει μια ειδική μονάδα για να διεξάγει προπαγάνδα κατά της Ινδίας, ειδικά στο Τζαμού και Κασμίρ. Η Πακιστανική ISI (μυστικές υπηρεσίες) είχαν αναλάβει όλο το πρότζεκτ. Ένα παράδειγμα αυτής της συντονισμένης κοινής εκστρατείας έγινε εμφανές στις αρχές του 2021, όταν μια εταιρεία με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε νομική έφεση σε δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου κατά του Υπουργού Εσωτερικών και του Αρχηγού Στρατού της Ινδίας για φερόμενα ”εγκλήματα” πολέμου στο Τζαμού και Κασμίρ.
Ο Hakan Camuz, επικεφαλής της εταιρείας, φέρεται να είπε: «Οι μουσουλμάνοι από το Κασμίρ έχουν μόνο το διεθνές δίκαιο ως ”όπλο”».
Το χέρι της ISI σε αυτό το παιχνίδι ήταν ξεκάθαρα κατανοητό από τους περισσότερους και ως εκ τούτου, αυτή η καμπάνια δεν πήγε πολύ μακριά. Από την ίδρυσή της, η εταιρεία SW έχει δημοσιεύσει δύο άρθρα κατά της Ινδίας: India: Silenting Journalism & Human Rights in Kashmir (19 Ιανουαρίου 2022), από τον Khalil Dewan με τίτλο «India’s War Crimes in Kashmir: Violence and «Dissent & the War on Terror» ( 24 Αυγούστου 2022), από τους Khalil Dewan & Nasir Qadri. Ο Khalil Dewan είναι επικεφαλής των ερευνών στη SW από τον Ιούνιο του 2021.
Πριν ενταχθεί στο Stoke White, εργάστηκε στο TRT World Research Center από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον Δεκέμβριο του 2019. Εργάστηκε επίσης ως ερευνητής στο Middle East Monitor (2017-2018). Ο Nasir Qadri είναι ο ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Νομικού Φόρουμ για το Κασμίρ (LFK), παλαιότερο «Νομικό Φόρουμ για τις Καταπιεσμένες Φωνές του Κασμίρ (LFOVK)». Δραστηριοποιείται από το Πακιστάν. Ο Νασίρ έχει παγκόσμιες διασυνδέσεις και επισκέπτεται συχνά την Τουρκία. Ο Qadri έχει στενούς δεσμούς με την Jamaat-e- Islami και τη DG, ISPR, το τμήμα προβολής του ISI. Σήμερα, ο Hakan Camuz βρίσκεται υπό έρευνα καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο του σκανδάλου «Qatargate».
Ο Hakan Camuz είπε ότι δύο από τις ομάδες του είχαν δημιουργήσει ένα συμβούλιο, με μια εταιρεία που συνδέεται με τον Francesco Giorgi, βοηθό του Pier Antonio Panzeri. Ένα ρεπορτάζ των Financial Times αναφέρει ότι ο Camuz είπε ότι μίλησε μόνο με τον Giorgi και πίστευε ότι η εταιρεία ήταν νόμιμη. Εάν η έρευνα συνεχιστεί εις βάθος, μπορούν να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του Camuz. Οι Ιταλοί εισαγγελείς έχουν επεκτείνει έκτοτε την έρευνα και στο Βέλγιο για ύποπτη διαφθορά ανοίγοντας ξεχωριστή έρευνα για ξέπλυμα χρήματος.
Οι εισαγγελείς εξετάζουν πληρωμές ύψους σχεδόν 300.000 ευρώ σε λογαριασμούς ιταλικών τραπεζών που τηρούνται στην Intesa Sanpaolo από μια εταιρεία συμβούλων που ιδρύθηκε από τον λογιστή του Panzeri. Σύμφωνα με το πρακτικό της δήλωσης του Giorgi στους ερευνητές, η εταιρεία Equality Consultancy με έδρα το Μιλάνο, φέρεται να συστάθηκε από τους συνεργάτες του Panzeri και του Giorgi στην Ιταλία ως μέσο πληρωμής για τις προσπάθειές τους για λόμπι.
Η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση στα τέλη του 2020 και τελικά έκλεισε τον Ιούνιο του 2021. Δύο οντότητες, που πλήρωσαν στη συμβουλευτική εταιρεία συνολικά 75.000 ευρώ, συνδέονται με την Camuz, σύμφωνα με τους Financial Times.
Το 2019, το The Radiant Trust, ένας «οργανισμός χορηγίας» όπου ο Camuz είναι διαχειριστής, χρεώθηκε με 50.000 ευρώ από την Equality Consultancy. Η εταιρεία συμβούλων της Camuz με έδρα το Λονδίνο, Phronesis, η οποία μετονομάστηκε σε Stoke White τον Νοέμβριο του 2021, χρεώθηκε με 25.000 ευρώ. Μια ξεχωριστή εταιρεία με έδρα την Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε με δύο τιμολόγια συνολικού ύψους 200.000 ευρώ από την ιταλική εταιρεία συμβούλων. Το πρώτο τιμολόγιο, που εκδόθηκε στα τέλη του 2018, ήρθε όταν ο Panzeri ήταν ακόμη ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Camuz ισχυρίστηκε ότι ήταν «συντετριμμένος» από τους ισχυρισμούς του Giorgi και είπε ότι «όλα ήταν ψέματα».
Ο Hakan Camuz έχει στενούς δεσμούς με την οικογένεια Ερντογάν. Έχει διατελέσει Διευθυντής δύο τουρκικών μετώπων: Της MUSIAD & της Turken Foundation. Οι μητρικές οργανώσεις του ιδρύματος Turken του Ηνωμένου Βασιλείου, το Ίδρυμα Ensar και το «TURGEV» ιδρύθηκαν το 1996 από τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το 2016, το Ίδρυμα Ensar, το οποίο διοικείται από στενούς συνεργάτες του Προέδρου Ερντογάν, ενεπλάκη σε ένα σκάνδαλο κακοποίησης παιδιών στο Karaman, την πόλη της κεντρικής Ανατολίας στην Τουρκία.
Το 2014, ο Camuz εκπροσώπησε επίσης τον γιο του Ερντογάν, Μπιλάλ Ερντογάν, σχετικά με μια υπόθεση χρηματοδότησης τρομοκρατίας, όταν αποκαλύφθηκαν οι δεσμοί του Ιδρύματος Ανθρωπιστικής Αρωγής της Τουρκίας (IHH) με το ISIS. Το IHH συνδέεται επίσης στενά με την οικογένεια Ερντογάν. Συγκεκριμένα, η TURGEV συνεργάζεται στενά σε συμμαχία με την IHH, η οποία έχει επίσης κατηγορηθεί ότι χρηματοδοτεί τρομοκρατικές ομάδες όπως η Αλ Κάιντα, οι Τσετσένοι αυτονομιστές και η Χαμάς/ Το IHH κατονομάστηκε στα έγγραφα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και διερευνήθηκε για την υποστήριξη τρομοκρατικών ομάδων στη Συρία.
Το IHH συνεργάζεται επίσης με το Islami Sangh Nepal (ISN) που εδρεύει στο Κατμαντού στα σύνορα Bharat-Nepal. Το ISN βρίσκεται υπό το ραντάρ των ινδικών υπηρεσιών πληροφοριών επειδή φέρεται ότι παρείχε καταφύγιο σε φυγάδες τρομοκράτες το 2018. Το Radiant Trust, όπου ο Camuz υπηρετεί ως Trustee, έχει επίσης ένα αμφισβητούμενο ιστορικό. Ο διευθυντής επιχειρήσεων της εταιρείας, Zafer Altinbas, έχει εκτίσει ποινή φυλάκισης σχεδόν επτά ετών για παραβίαση του μεταναστευτικού νόμου και λήψη χρημάτων από προϊόντα εγκλήματος. Ο Hakan Camuz είναι ένα λαμπερό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το Πακιστάν και η Τουρκία συνωμοτούν εναντίον της Ινδίας για να φέρουν αρνητική προσοχή στο Κασμίρ.
Η αλήθεια που κάποιοι κρύβουν
Από τις δέκα συνοικίες στο κατεχόμενο από το Πακιστάν Κασμίρ (POK), η Μουζαφαραμπάντ, η κοιλάδα Neelam, η Hattian Bala και η Forward Kahuta έχουν υψηλό επίπεδο ισλαμικού εξτρεμισμού. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, αυτή τη στιγμή υπάρχουν περισσότερες από τριάντα ισλαμιστικές οργανώσεις, που στην πραγματικότητα είναι εργοστάσια τρομοκρατίας.
Περίπου είκοσι επτά οργανώσεις βρίσκονται στο Mirpur, το Bhimber και το Kotli που ανήκουν στην αίρεση Barelvi και τέσσερις οργανώσεις ανήκουν και λειτουργούν από τους Ταλιμπάν. Στο παρελθόν, όταν οι Ταλιμπάν ήταν έτοιμοι να στείλουν μουτζαχεντίν στο Ινδικό Κασμίρ, το στρατόπεδο βάσης τους ήταν στο Κότλι. Η κοιλάδα Neelam, η Hattian Bala, η Forward Kahuta και η Kotli είναι μερικές περιοχές που μοιράζονται τα σύνορα με το ινδικό Κασμίρ.
Είναι σημαντικό ότι η Jamaat-e-Islami έχει φυτέψει γερά τα νύχια της στο Κασμίρ, ειδικά στο Bagh και το Rawalakot όπου έχουν κυριολεκτικά ξεκινήσει ένα εργοστάσιο μουτζαχεντίν.
Ομοίως, στο Bagh και στο Rawalakot υπάρχουν εξτρεμιστές των Sipah Sahaba, Lashkar-e-Taiba, Lashkar-e-Jhangvi και Jamaat-ud-Dawa των οποίων η μόνη δουλειά είναι να μετατραπούν σε βομβιστές αυτοκτονίας και/ή να διαδώσουν θρησκευτικό εξτρεμισμό. Αυτοί οι ισλαμιστές εξτρεμιστές ασκούν ανοιχτά τις δραστηριότητές τους σε αυτές τις περιοχές του κατεχόμενου Κασμίρ. Διευθύνουν θρησκευτικά σεμινάρια, ενώ ΜΚΟ και συγκεντρώνουν εκατομμύρια δολάρια στο όνομα της φιλανθρωπίας, η οποία στη συνέχεια χρησιμοποιείται για να φέρει εις πέρας την κακή «αποστολή» τους. Χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά μέσα για να εξοντώσουν τους κοσμικούς ανθρώπους και είναι υπεύθυνοι για την αμαύρωση της εικόνας των θρησκευόμενων μουσουλμάνων.
Αυτοί οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές εκστρατεύουν αδυσώπητα εναντίον οποιουδήποτε προσπαθεί να τους αμφισβητήσει ή να τους διαφωνήσει. Η αρνητική προπαγάνδα διαδίδεται ανοιχτά, ώστε οι λογικοί και κοσμικοί άνθρωποι να μην μπορούν να μιλήσουν. Κάθε αμφισβήτηση περιορίζεται γιατί οι ισλαμιστές δυσκολεύονται πολύ να απαντήσουν σε ερωτήσεις, συνηθίζουν μόνο να κάνουν κηρύγματα. Οι υπηρεσίες πληροφοριών του Πακιστάν προσφέρουν πλήρη υποστήριξη σε αυτούς τους φανατικούς ισλαμιστές.
Οι φανατικοί ισλαμιστές σε Mirpur, Bhimber, Kotli λαμβάνουν κάθε είδους υποστήριξη από τις πακιστανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αν και οι θρησκευτικοί τζιχαντιστές είναι επίσης παρόντες σε μεγάλους αριθμούς σε αυτές τις περιοχές, η μεθοδολογία είναι ελαφρώς διαφορετική. Αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι αυτής της περιοχής είναι τύπους Peeri-Mureedi (μαθητές των Σούφι και των Αγίων), κάτι που παρατηρείται στην αίρεση Barelvi του Ισλάμ.
Οι πακιστανικές υπηρεσίες πληροφοριών παίζουν την ισλαμική θρησκευτική κάρτα με τρόπο που ανταγωνίζεται διαφορετικές αιρέσεις και πεποιθήσεις των ανθρώπων του «Αζάντ Κασμίρ» (POK). Οι ενέργειές τους διασφαλίζουν ότι όλες οι αιρέσεις βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους.
Δεν θα ήταν λάθος να αποκαλούμε τους Jamaat-e-Islami, Lashkar-e-Taiba, Jamaat-ud-Dawa, Lashkar-e-Jhangvi ως τη ριζοσπαστική ισλαμιστική στρατιωτική πτέρυγα του Πακιστανικού Στρατού και του ISI. Το Ganga Choti είναι ένα διάσημο τουριστικό σημείο του Bagh. Το Ganga Choti βρίσκεται περίπου στα 12.000 πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και θεωρείται μια από τις υψηλότερες κορυφές του Κασμίρ. Ακόμη και σε αυτό το τουριστικό μέρος υπάρχει μια θέση ελέγχου του Jamaat-ud-Dawa. Ένας καραγκιόζης της ISI παραμένει επίσης σε υπηρεσία με τους μουτζαχεντίν σε αυτό το σημείο ελέγχου. Αυτοί οι μουτζαχεντίν σταθμεύουν όλο το χρόνο είτε είναι κρύο, είτε ζεστό, χιονισμένο είτε ηλιόλουστο. Οι μουτζαχεντίν και η ISI είναι παρόντες για να διευκολύνουν την είσοδο τρομοκρατών που παράγονται στις μεντρεσέ στο ινδικό Κασμίρ.