Η αναγνώριση της πατρότητας παιδιού εκτός γάμου μπορεί να γίνει και με συμβολαιογραφική πράξη, ανεξάρτητα εάν δεν συμφωνεί σε αυτό η μητέρα, έκρινε το Δικαστήριο του Στρασβούργου και υποχρέωσε τη χώρα μας να καταβάλει αποζημίωση σε γνωστό δικηγόρο των Αθηνών, ο οποίος επί 9,5 περίπου χρόνια προσπαθούσε να πείσει τους Ελληνες δικαστές ότι η αναγνώριση μπορεί να γίνει και σε συμβολαιογράφο, ανεξάρτητα από τη θέληση της μητέρας.
Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκφράζει απορίες γιατί η ελληνική νομοθεσία επιβάλλει διαφορετική μεταχείριση «μεταξύ των γονέων των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου και των παιδιών που γεννήθηκαν εντός γάμου». Τον Ιανουάριο του 2007, μια γυναίκα με την οποία ο δικηγόρος είχε κατά το παρελθόν σχέση κίνησε τη διαδικασία αναγνώρισης πατρότητας, ισχυριζόμενη ότι ήταν ο πατέρας της κόρης της που είχε γεννηθεί το 2002. Ο δικηγόρος τής απάντησε ότι για να προχωρήσει στη διαδικασία αναγνώρισης του παιδιού πρωτίστως θα πρέπει γίνει εξέταση DNA, η οποία θα πιστοποιεί ότι είναι ο πραγματικός πατέρας της ανήλικης.
Κατά δεύτερον ξεκαθάρισε ο δικηγόρος ότι η αναγνώριση του παιδιού θα γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου και μόνο, δηλαδή χωρίς να ακολουθηθεί η κλασική διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 2008 το Πρωτοδικείο Αθηνών διέταξε τη διενέργεια εξέτασης DNA, με την οποία διαπιστώθηκε ότι πράγματι είναι ο πατέρας της ανήλικης. Ετσι, ο δικηγόρος κάλεσε τον Μάιο του 2008 τη μητέρα να εμφανιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγνώρισης της πατρότητας της κόρης του.
Ομως, η μητέρα δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού με τον συμβολαιογράφο. Τον Ιανουάριο του 2010 το Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε ότι ο δικηγόρος ήταν πράγματι ο πατέρας του παιδιού. Τότε ο δικηγόρος άσκησε έφεση, δηλώνοντας ότι είχε γνωστοποιήσει στη μητέρα της ανήλικης την πρόθεσή του να αναγνωρίσει την πατρότητα του παιδιού οικειοθελώς, χωρίς όμως προσφυγή στα δικαστήρια. Η έφεσή του απορρίφθηκε, ενώ τον Απρίλιο του 2016 η αναίρεσή του, στον επόμενο δικαιοδοτικό δικαστικό σχηματισμό, απορρίφθηκε και πάλι, με την αιτιολογία ότι τα συμφέροντα του δικηγόρου δεν επηρεάστηκαν αρνητικά.
Ο δικηγόρος έχοντας επαγγελματική και όχι μόνο εμπειρία πάνω στα θέματα της αναγνώρισης και φροντίδας των ανήλικων παιδιών και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς είναι στέλεχος του Σύλλογου Συνεπιμέλεια, του διεθνούς οργανισμού International Council on Shared Parenting που μεριμνά για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών των οποίων οι γονείς δεν ζουν μαζί και έχοντας πλούσια αρθρογραφία πάνω σε αυτά τα θέματα, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γνωστό και ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Εκεί επικαλέστηκε το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) και το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ισχυριζόμενος ότι «δεν του δόθηκε η ευκαιρία να προβεί σε εκούσια αναγνώριση της πατρότητας της κόρης του» και ότι αυτό είχε ως συνέπεια «τον περιορισμό της γονικής του μέριμνας και επομένως υφίσταται διάκριση εις βάρος του». Υποστήριξε, ακόμη, ότι «η γονική μέριμνα ήταν “πλήρης” μόνο όταν η πατρότητα αναγνωριζόταν οικειοθελώς και ότι μια δικαστική απόφαση, στην οποία είχε αντιταχθεί, δεν του επέτρεπε να ασκήσει οποιαδήποτε γονική μέριμνα εκτός εάν ήταν σύμφωνοι και οι δύο γονείς».
Χρονοβόρα διαδικασία
Παραπονέθηκε επίσης για τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία είχε ξεκινήσει το 2007 και έληξε το 2016, κράτησε δηλαδή 9 χρόνια και 4 μήνες σε τρία επίπεδα δικαστικής δικαιοδοσίας. Υπενθυμίζεται ότι για να προσφύγει κάποιος στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, πρέπει να υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση από τα ελληνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον δικηγόρο να ασκήσει τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης του «ακόμα και όταν κάτι τέτοιο θα ήταν προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού». Ούτε όμως ήταν δυνατό «να εκδοθεί δικαστική απόφαση για να υπερπηδήσει την άρνηση συγκατάθεσης της μητέρας για την από κοινού γονική μέριμνα, παρόλο που δεν είχε αρνηθεί την πατρότητά του».
Δεν παραλείπει το ΕΔΔΑ να εκφράσει την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε εξηγήσει επαρκώς γιατί το εθνικό δίκαιο επιβάλλει μια «διαφορά μεταχείρισης μεταξύ των γονέων των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου και των παιδιών που γεννήθηκαν εντός γάμου». Το Στρασβούργο έκρινε παράλληλα ότι «δεν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του αποκλεισμού της άσκησης της γονικής μέριμνας από τον δικηγόρο και του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας των συμφερόντων των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε άλλο σημείο της απόφασής του υπογραμμίζει ότι διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, σημειώνοντας ότι η διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων «διήρκεσε εννέα χρόνια και τέσσερις μήνες και ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τέτοια καθυστέρηση» και εν πάση περιπτώσει προσέθεσε ότι η διάρκεια των περίπου 9,5 ετών για το επίμαχο θέμα «δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη». Μετά από όλα αυτά το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον δικηγόρο το ποσό των 9.800 για ηθική βλάβη που υπέστη και 1.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα ενώπιον του Στρασβούργου.