Ο πρώην τούρκος πρέσβης στο Αζερμπαϊτζάν μιλά στο in για τις επερχόμενες τουρκικές εκλογές, την αντιπολίτευση και τις ενδεχόμενες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας
Μεγάλη ευκαιρία για την αντιπολίτευση να βάλει τέλος στην εικοσαετή παντοδυναμία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας «βλέπει», σε συνέντευξή του στο in, ο Alper Coşkun, πρώην πρέσβης της Τουρκίας στο Αζερμπαϊτζάν και συνεργάτης ενός από τα κορυφαία think tank διεθνώς, του «Carnegie Endowment for International Peace».
Αναγνωρίζοντας πως πρόκειται για μια αμφίρροπη εκλογική μάχη, δίνει προβάδισμα στους δημάρχους της Αγκυρας και της Κωνσταντινούπολης, Μανσούρ Γιαβάς και Εκρέμ Ιμάμογλου αντίστοιχα, προκειμένου να ηγηθούν του συνασπισμού της αντιπολίτευσης, και χαρακτηρίζει την οικονομία ως βασικό κριτήριο με το οποίο ο τουρκικός λαός θα επιλέξει πού θα δώσουν την ψήφο τους.
Παρ’ ότι ο ίδιος διαπιστώνει προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας να επωφεληθεί πολιτικά από το τεταμένο κλίμα των σχέσεων με την Ελλάδα, εκτιμά πως ο Ερντογάν δεν θα προβεί σε κάποια κίνηση επί του πεδίου μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών. Σε περίπτωση παραμονής του στην εξουσία, θεωρεί πως δεν θα δούμε θεαματικές αλλαγές, αντιθέτως αν επικρατήσει η αντιπολίτευση, η διπλωματία θα τεθεί σε πρώτο πλάνο και θα επέλθει σταθερότητα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις, αλλά και την προσωπική σας εκτίμηση, ποιος έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ηγηθεί της τουρκικής αντιπολίτευσης και γιατί;
Η Τουρκία θα διεξάγει προεδρικές και βουλευτικές εκλογές το αργότερο τον Ιούνιο του 2023. Ο πρόεδρος Ερντογάν βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις από τους πιθανούς αντιπάλους του για την προεδρική κούρσα. Ομοίως, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και ο εταίρος του σε έναν de facto συνασπισμό, το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), καταγράφουν δημοσκοπικά μικρότερα ποσοστά από τον συνασπισμό κομμάτων της αντιπολίτευσης που έχουν συμφωνήσει να συνεργαστούν για να «εκδιώξουν» τον Ερντογάν και το AKP.
Αυτή είναι η πρώτη φορά, εδώ και 20 χρόνια, που η αντιπολίτευση φαίνεται να έχει το πάνω χέρι. Ωστόσο, τα ποσοστά αποδοχής του Ερντογάν καταγράφουν το τελευταίο διάστημα ανοδική τάση, όπως και η υποστήριξη προς το ΑΚΡ. Επομένως, πρόκειται για μια αμφίρροπη μάχη όπου τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο.
Ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έχει εκφράσει ανεπίσημα την πρόθεσή του να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία. Όμως, άλλοι πιθανοί υποψήφιοι, όπως οι δήμαρχοι του CHP στην Άγκυρα, Μανσούρ Γιαβάς, και την Κωνσταντινούπολη, Εκρέμ Ιμάμογλου, συγκεντρώνουν καλύτερα ποσοστά από τον Κιλιτσντάρογλου στις δημοσκοπήσεις ως πιθανοί αντίπαλοι του Ερντογάν. Το ίδιο ισχύει και για την επικεφαλής του Καλού Κόμματος (IYI) Μεράλ Ακσενέρ, ωστόσο έχει επιλέξει να μην θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία.
Από τα δεδομένα, λοιπόν, που διαμορφώνονται μπορεί να εξαχθούν τρία συμπεράσματα. Πρώτον, η αντιπολίτευση συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες αν ενωθεί πίσω από τον ίδιο υποψήφιο. Δεύτερον, τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρέπει να ορίσουν άμεσα τον εκλεκτό τους και να ξεκινήσουν την προεκλογική εκστρατεία το συντομότερο δυνατό. Διαφορετικά, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να απαξιώνει -επιτυχώς- την αντιπολίτευση, επικαλούμενος την αδυναμία της να ορίσει υποψήφιο. Τρίτον, η αντιπολίτευση πρέπει να ενωθεί πίσω από τον ισχυρότερο πολιτικά διεκδικητή της προεδρίας. Οι δημοσκοπήσεις έχουν δείξει σταθερά ότι αυτός δεν είναι ο Κιλιτσντάρογλου, αντιθέτως οι Γιαβάς και Ιμάμογλου συγκεντρώνουν πολύ περισσότερες πιθανότητες απέναντι στον Ερντογάν.
Ο Γιαβάς τα πηγαίνει καλύτερα απέναντι στον τούρκο πρόεδρο, καθώς προηγείται με διψήφια ποσοστά. Αλλά ο δήμαρχος της Άγκυρας έχει μέχρι στιγμής, ως επί το πλείστον, αποφύγει οποιαδήποτε άμεση πολιτική αντιπαράθεση με τον τούρκο πρόεδρο και το ΑΚΡ. Οι πολιτικές αντοχές του, επομένως, δεν έχουν δοκιμαστεί.
Από την άλλη, ο Ιμάμογλου, ο οποίος επίσης προηγείται δημοσκοπικά του Ερντογάν με διψήφια ποσοστά, αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Έχει μπει με ενθουσιασμό στην πολιτική σκηνή, κατά καιρούς δεχόμενος πυρά από όλες τις πλευρές, και έχει αποδείξει ότι είναι πολιτικά «μάχιμος» απέναντι στον Ερντογάν και τους υποστηρικτές του. Τα στοιχεία αυτά τον καθιστούν ισχυρό, εξασφαλίζοντάς του πλεονέκτημα έναντι άλλων πιθανών ονομάτων.
Είναι πιο πιθανή από ποτέ η αλλαγή σκυτάλης στην τουρκική προεδρία; Κι αν ναι, εκτιμάτε ότι θα προβεί σε κάποια κίνηση ο Ερντογάν για να την αποτρέψει;
Είναι η πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια που η αντιπολίτευση στην Τουρκία προηγείται στις δημοσκοπήσεις του Ερντογάν και του ΑΚΡ. Επομένως, η προοπτική για πολιτική αλλαγή είναι υπαρκτή. Ωστόσο, ο προεκλογικός αγώνας δεν έχει ξεκινήσει επισήμως. Ούτε ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ούτε η αντιπολίτευση έχουν παίξει ακόμη όλα τα χαρτιά τους.
Οι παράγοντες που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών είναι πολλοί. Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας αναμένεται να παίξει κομβικό ρόλο. Η δυσαρέσκεια που πηγάζει από τις πολιτικές που ακολουθούνται στο πεδίο της οικονομίας μείωσε αρχικά τα ποσοστά του Ερντογάν και του ΑΚΡ. Γι’ αυτό η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιστρέψει το κλίμα μέσω πακέτων τόνωσης της οικονομίας και προγραμμάτων που απευθύνονται στον μέσο τούρκο πολίτη.
Η τρέχουσα αναζήτηση της Τουρκίας για συναλλαγματικά αποθέματα από τις χώρες του Κόλπου και η σημασία των χρηματοοικονομικών ροών από τη Ρωσία αποτελούν κομμάτια του ίδιου παζλ. Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ προσπαθούν να αλλάξουν τα δεδομένα προς όφελός τους, παρουσιάζοντας στον λαό μια ψευδή αίσθηση οικονομικής ανακούφισης με χρήματα που στην ουσία είναι δανεισμένα από το εξωτερικό.
Στο ερώτημα αν η τακτική αυτή θα αποδώσει, δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις ότι μέρος των ψηφοφόρων κατευθύνεται ξανά προς τον Ερντογάν και το ΑΚΡ. Εάν η αντιπολίτευση δεν μπορέσει να παραμείνει ενωμένη και να παρουσιάσει μια πειστική προεκλογική ατζέντα, λεπτομερώς επεξεργασμένη με τέτοιο τρόπο που να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της Τουρκίας, ίσως σπαταλήσει μια μεγάλη ευκαιρία που της παρουσιάζεται.
Με φόντο τον υψηλό πληθωρισμό και το εξαιρετικά αδύναμο νόμισμα, είναι λίγοι οι ψηφοφόροι που βλέπουν την κλιμάκωση με την Ελλάδα ως πραγματική υπαρξιακή απειλή που θα τους απασχολήσει ενόψει των εκλογών. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η περαιτέρω κλιμάκωση δεν αποτελεί εκλογικό «πιόνι» στη σκακιέρα του Ερντογάν. Θα ήταν διατεθειμένος ο τούρκος πρόεδρος να το ενεργοποιήσει σε προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά;
Πρόσφατες έρευνες στην Τουρκία δείχνουν ότι πάνω από το 65% του πληθυσμού τάσσεται υπέρ των διπλωματικών λύσεων στις διαφωνίες με την Ελλάδα και μόνο ένα μικρό ποσοστό (μόλις το 11%) ορίζει τη σχέση της Τουρκίας με την Ελλάδα ως εχθρική. Παρόμοια εικόνα προκύπτει και από έρευνες στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, παρά τα υφιστάμενα διμερή προβλήματα καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει τις «ευλογίες» της κοινωνίας για κλιμάκωση της έντασης. Αυτό είναι πολύ θετικό, και κάτι που οι πολιτικοί στην Τουρκία και την Ελλάδα πρέπει να θυμούνται όταν καθορίζουν τα όρια του μεταξύ τους μπρα ντε φερ: Ο μέσος Έλληνας και ο μέσος Τούρκος μπορεί να διαφωνούν σε πολλά πράγματα, ωστόσο δεν επιδιώκουν τον πόλεμο.
Φυσικά, πάντα θα υπάρχουν κάποιοι εξτρεμιστές και εξαιρέσεις στις δύο κοινωνίες και οι πολιτικοί θα υποκύπτουν περιστασιακά στη λαϊκίστικη ρητορική, στοχεύοντας σε εθνικιστικά ακροατήρια. Με την Ελλάδα και την Τουρκία να οδεύουν προς εκλογές και τους εν ενεργεία ηγέτες Ερντογάν και Μητσοτάκη να αντιμετωπίζουν τις δικές τους εσωτερικές προκλήσεις, αυτό είναι το εγχειρίδιο που ακολουθούν και οι δύο, με τη διαφορά ότι ο Μητσοτάκης το κάνει πολύ πιο διακριτικά.
Ο Ερντογάν έχει αποδείξει επανειλημμένα πως η διεκδικητική ατζέντα και ο επεκτατισμός στην εξωτερική πολιτική μπορεί να φανούν χρήσιμα στο εσωτερικό. Εν τω μεταξύ, στη σημερινή Τουρκία το ΑΚΡ έχει επιλέξει να υιοθετήσει μια πιο εθνικιστική στάση. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις επερχόμενες εκλογές, καθιστούν τις σχέσεις με την Ελλάδα ιδανικές ως προϊόν εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης. Η αξιοσημείωτη κλιμάκωση της έντασης από την Αγκυρα, όταν αντιδρά σε δηλώσεις ή κινήσεις επί του πεδίου που προέρχονται από την Ελλάδα, βρίσκεται σε συνάρτηση με αυτή τη δυναμική που υπάρχει στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν μπορεί κατά καιρούς να επιλέγει να εστιάσει σε αυτό το θέμα προκειμένου να επωφεληθεί πολιτικά, αλλά δεν θα προχωρήσει περισσότερο, κυρίως επειδή οι ανησυχίες του τουρκικού λαού -στον τομέα της ασφάλειας και πέραν αυτού- δεν σχετίζονται με την Ελλάδα. Η ανορθόδοξη οικονομική πολιτική έχει οδηγήσει σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και αύξηση του ποσοστού της φτώχειας, παρά τις δυνατότητες που έχει η Τουρκία. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας πιστεύει ότι οι χειρισμοί στο μέτωπο της οικονομίας βαίνουν προς τη λάθος κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά δε την ασφάλεια, μεγαλύτερη ανησυχία εκτιμάται ότι πηγάζει από την αστάθεια στη Συρία και τις συνεπακόλουθες συνέπειές της -από την τρομοκρατία έως την ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Οποιαδήποτε απόπειρα, λοιπόν, αποπροσανατολισμού από αυτά τα ζητήματα δεν θα «ανταμειφθεί» στην κάλπη.
Ακόμη και αν επικρατήσει η αντιπολίτευση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτήσει αλλαγή στην κατεύθυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ποια είναι τα καλά και ποια τα κακά σενάρια για την Ελλάδα σε αυτή την περίπτωση; Απεναντίας, αν η κάλπη βγάλει νικητή τον Ερντογάν, είναι πιθανό να τον δούμε να κάνει πίσω στην επιθετική ρητορική του;
Τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης υπόσχονται αλλαγές, μεταξύ άλλων και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η πρόσφατη έρευνά μας σχετικά με τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της αντιπολίτευσης δείχνει ότι συγκλίνουν σε τρία βασικά σημεία.
Πρώτον, πιστεύουν ακράδαντα στη δυτική κλίση της Τουρκίας και επικρίνουν το ΑΚΡ για την άσκηση πολιτικών που αμφισβητούν τη θέση της Τουρκίας στο διεθνές στερέωμα. Δεύτερον, υποστηρίζουν την ανάγκη ενίσχυσης της τουρκικής δημοκρατίας μέσω μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, η οποία με τη σειρά της θα ενισχύσει τη διεθνή θέση της Τουρκίας και θα επιβεβαιώσει τη δυτική της κλίση. Τρίτον, τάσσονται υπέρ της επαναθεσμοθέτησης της εξωτερικής πολιτικής με την εδραίωση του κεντρικού ρόλου του υπουργείου Εξωτερικών και την αποφυγή ατομικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων, όπως συμβαίνει σήμερα. Δεσμεύονται, επίσης, να δώσουν προτεραιότητα στη διπλωματία, μέσω της οποίας θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της Τουρκίας και θα προασπίσουν τα συμφέροντά της.
Αυτό το πλαίσιο θα επέφερε σταθερότητα στην τουρκική εξωτερική πολιτική, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο θα είχε η διπλωματία, ενώ η κλιμακούμενη ένταση και η επιθετική ρητορική θα αποκλείονταν -τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο- ως εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων.
Μπορεί κανείς να περιμένει ότι, ακόμη και σε περίπτωση πολιτικής αλλαγής στην Τουρκία, θα υπάρξει συνέχεια σε ορισμένα πεδία της εξωτερικής πολιτικής, όπως οι διαφωνίες με την Ελλάδα και το Κυπριακό. Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Η πραγματική πρόκληση για την Ελλάδα, ωστόσο, θα βρίσκεται αλλού. Την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία χειρίστηκε λανθασμένα τις σχέσεις της με πολλούς βασικούς περιφερειακούς παράγοντες και όχι μόνο, λειτουργώντας στην ουσία εις βάρος του εαυτού της. Έχει καταφέρει να απομονωθεί όσο ποτέ άλλοτε.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία αυτή την κατάσταση, αναπτύσσοντας περαιτέρω σχέσεις με χώρες από τις οποίες η Τουρκία κράτησε αποστάσεις. Το πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής που υποστηρίζει η αντιπολίτευση θα αντιστρέψει αυτή την τάση, επιτρέποντας στην Τουρκία να επιδιορθώσει τις σχέσεις με πολλές από αυτές τις χώρες. Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με τα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρωατλαντική ασφάλεια που φέρνουν και πάλι την Τουρκία στο προσκήνιο, θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες και να αφαιρέσει το σχεδόν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα που είχε η Ελλάδα στο πρόσφατο παρελθόν.
Αν, από την άλλη πλευρά, ο Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές, δεν θα αλλάξουν πολλά. Η Τουρκία θα συνεχίσει να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να εξέλθει από την απομόνωση. Εν τω μεταξύ, δεν θα αποτελούσε έκπληξη να δούμε τον Ερντογάν, κάποια στιγμή, να τείνει χείρα φιλίας προς την Ελλάδα, σε περίπτωση που τα δεδομένα και τα μηνύματα από την πολιτική ηγεσία της τελευταίας δεν του το καταστήσουν πολιτικά απαγορευτικό.