Σημαντική αύξηση στους εργαζόμενους που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με το μισθό τους καταγράφεται μέσα σε ένα χρόνο όπως προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την Prorata SA. Πρόκειται για το τρίτο ετήσιο «κύμα» της έρευνας Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, το 72% των εργαζόμενων δηλώνει ότι το εισόδημα από την εργασία του δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του χωρίς άλλους πόρους, έναντι 60,4% στην περσινή έρευνα του 2021.
Το ποσοστό αυτό φτάνει το 83,9% στις γυναίκες, αλλά και το 81,9% στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα.
Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία καλύπτει κατά προτεραιότητα δαπάνες τροφής, στέγασης και λογαριασμών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κ.λπ., ενώ ως απόλυτη προτεραιότητα ιεραρχούνται οι δαπάνες για τη στέγαση από το 39%.
Για την πλειοψηφία των εργαζομένων οι τρεις πλέον σημαντικές/ανελαστικές δαπάνες απορροφούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του μισθού/του εισοδήματος από την εργασία τους: το 49,3% δίνει πάνω από 20% του εισοδήματός τους από την εργασία για τη στέγαση (εκ των οποίων το 11,5% δίνει πάνω από το 40%), το 65,9% δίνει πάνω από 20% για την πληρωμή λογαριασμών ΔΕΗ, ίντερνετ κ.λπ. (εκ των οποίων 7,9% πάνω από το 40%) και το 87,5% δίνει πάνω από 20% για δαπάνες διατροφής (εκ των οποίων το 20,1% δίνει πάνω από το 40%).
Περισσότεροι από τους μισούς (53%) εργαζόμενους δεν αναμένουν έστω και μικρή μισθολογική αύξηση μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, παρ’ όλο που το σύνολο των ερωτώμενων αναγνωρίζει ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί και θεωρεί ότι πρέπει να αυξηθούν.
1 στους 5 ερωτώμενους δήλωσε ότι θεωρεί “πολύ” ή “αρκετά” πιθανό να χάσει την εργασία του τον επόμενο ένα χρόνο, ποσοστό που αγγίζει το 23% μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Τα βασικότερα ευρήματα της έρευνας
Α. Η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό και διάχυτο βαθμό επισφάλειας, κυρίως εντοπισμένο στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και πολύ περισσότερο τους εργαζόμενους/τις εργαζόμενες με «μπλοκάκι».
Η επισφάλεια στις διάφορες εκδοχές με τις οποίες εκδηλώνεται (ανασφάλεια περί τη θέση εργασίας, μειωμένη απασχόληση, άτυπη απασχόληση, χαμηλοί μισθοί και μισθολογικό χάσμα κ.λπ.) πλήττει κυρίως τις γυναίκες και τους νεότερης ηλικίας εργαζόμενους και εργαζόμενες, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι άλλες κατηγορίες εργαζομένων ζουν σε καθεστώς εργασιακής σταθερότητας και ασφάλειας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι πρόκειται για διαφορετικές εργασιακές πραγματικότητες: άνδρες έναντι γυναικών, νέοι έναντι μεγαλύτερων, μισθωτοί του δημόσιου έναντι μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Ενδεικτικά ευρήματα:
• 1 στους 5 ερωτώμενους δήλωσε ότι θεωρεί “πολύ” ή “αρκετά” πιθανό να χάσει την εργασία του τον επόμενο ένα χρόνο, ποσοστό που αγγίζει το 23% μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
• Οι γυναίκες εργάζονται σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τους άνδρες (13,5% έναντι 5,3%) με μερική απασχόληση, ενώ είναι τετραπλάσιο το ποσοστό των γυναικών που αμείβονται με κάτω από 650 ευρώ (13,8% έναντι 3,6% των ανδρών).
Β. Το ζήτημα του επιπέδου των μισθών -που είχαμε ήδη από το περσινό «κύμα» αναδείξει ως το κυρίαρχο πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας, φέτος προσλαμβάνει πολύ σημαντικές διαστάσεις. Ο κίνδυνος κατακόρυφης αύξησης των εργαζόμενων φτωχών στη χώρα μας, οι οποίοι θα αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και στοιχειώδεις ανάγκες τους, είναι περισσότερο από ορατός.
Ήδη στην έρευνα αποτυπώνεται ξεκάθαρα η αδυναμία ενός ανησυχητικά μεγάλου μέρους εργαζομένων -ακόμα και όσων έχουν σταθερή απασχόληση- να καλύψουν τις ανάγκες του νοικοκυριού τους, ενώ επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι οι βασικές ανελαστικές δαπάνες (στέγη, τροφή, λογαριασμοί ενέργειας κ.λπ.) τείνουν να εξαντλούν -αν όχι να υπερβαίνουν- το ύψος του εισοδήματος των πολιτών από την εργασία τους.
Την ίδια στιγμή, η κατάσταση αυτή επιτείνει και τα αισθήματα απογοήτευσης/μη ικανοποίησης από την εργασία, καθώς το ζήτημα της επιβίωσης διαπλέκεται με αυτό της αναγνώρισης.
Ενδεικτικά ευρήματα:
• Το 72% των εργαζόμενων δηλώνει ότι το εισόδημα από την εργασία του δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του χωρίς άλλους πόρους, έναντι 60,4% στην περσινή έρευνα του 2021. Το ποσοστό αυτό φτάνει το 83,9% στις γυναίκες, αλλά και το 81,9% στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα.
• Η συντριπτική πλειοψηφία καλύπτει κατά προτεραιότητα δαπάνες τροφής, στέγασης και λογαριασμών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κ.λπ., ενώ ως απόλυτη προτεραιότητα ιεραρχούνται οι δαπάνες για τη στέγαση από το 39%.
• Για την πλειοψηφία των εργαζομένων οι τρεις πλέον σημαντικές/ανελαστικές δαπάνες απορροφούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του μισθού/του εισοδήματος από την εργασία τους: το 49,3% δίνει πάνω από 20% του εισοδήματός τους από την εργασία για τη στέγαση (εκ των οποίων το 11,5% δίνει πάνω από το 40%), το 65,9% δίνει πάνω από 20% για την πληρωμή λογαριασμών ΔΕΗ, ίντερνετ κ.λπ. (εκ των οποίων 7,9% πάνω από το 40%) και το 87,5% δίνει πάνω από 20% για δαπάνες διατροφής (εκ των οποίων το 20,1% δίνει πάνω από το 40%).
• Περισσότεροι από τους μισούς (53%) εργαζόμενους δεν αναμένουν έστω και μικρή μισθολογική αύξηση μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, παρ’ όλο που το σύνολο των ερωτώμενων αναγνωρίζει ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί και θεωρεί ότι πρέπει να αυξηθούν.
• 1 στους 5 ερωτώμενους δήλωσε ότι θεωρεί “πολύ” ή “αρκετά” πιθανό να χάσει την εργασία του τον επόμενο ένα χρόνο, ποσοστό που αγγίζει το 23% μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Γ. Η δυσαρέσκεια και η απαισιοδοξία ως προς την αγορά εργασίας είναι διάχυτη. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες σήμερα στη χώρα αισθάνονται ότι αδικούνται και ότι προστατεύονται περισσότερο οι εργοδότες, ενώ πιστεύουν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας σήμερα είναι χειρότερη από ό,τι πριν τρια χρόνια. Και, το χειρότερο, πολύ μικρό είναι το ποσοστό εκείνων που προσδοκούν ή προβλέπουν κάποια βελτίωση τα επόμενα τρία χρόνια.
Ενδεικτικά ευρήματα:
• Περίπου 8 στους 10 εργαζόμενους (78,5%) θεωρούν ότι στην Ελλάδα προστατεύονται περισσότερο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων.
• Το 73,1% θεωρεί ότι για να αλλάξει αυτό και να προστατευτούν καλύτερα οι εργαζόμενοι απαιτείται αυστηρός έλεγχος των εργοδοτών για την τήρηση της νομοθεσίας, ενώ το 71,7% προσβλέπει περισσότερο σε νομοθετικές παρεμβάσεις από το κράτος έναντι 23,1% που θεωρεί αποτελεσματικότερες τις συλλογικές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.
• Το 54,3% θεωρεί ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας σήμερα σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι χειρότερη σε σύγκριση με πριν 3 χρόνια, ενώ το 51,3% θεωρεί ότι αυτή θα χειροτερέψει περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια.
Δ. Στο παραπάνω πλαίσιο, η σημερινή κυβέρνηση αξιολογείται αρνητικά στις επιδόσεις της σε όλες τις πλευρές της εργασιακής πολιτικής, και κυρίως στο ζήτημα της προστασίας και στήριξης του εισοδήματος των εργαζομένων και της εξασφάλισης αξιοπρεπών αμοιβών, το οποίο ιεραρχείται εύλογα από τη συντριπτική πλειοψηφία ως το πιο σημαντικό και επείγον θέμα. Μάλιστα, η αρνητική αυτή αξιολόγηση προέρχεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό και από ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος.
Ενδεικτικά ευρήματα:
• Σε όλους τους τομείς -καταπολέμηση ανεργίας (60,2%), κατοχύρωση συνδικαλιστικών ελευθεριών (62,4%), προστασία από απολύσεις (69,8%)- η σημερινή κυβέρνηση αξιολογείται αρνητικά από την πλειοψηφία των εργαζομένων.
• Το χειρότερο για την κυβέρνηση ποσοστό αφορά τις επιδόσεις της στην προστασία και ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, στην οποία αξιολογείται αρνητικά από το 71,9% των ερωτώμενων. Είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού την ίδια στιγμή το 67,6% θεωρεί το θέμα αυτό απόλυτη προτεραιότητα για την κυβερνητική πολιτική στον τομέα της εργασίας σήμερα.
Ε. Η παραπάνω συνθήκη -ο συνδυασμός δηλαδή πολύ χαμηλών αμοιβών που δεν ανταποκρίνονται ούτε στις στοιχειώδεις ανάγκες των νοικοκυριών των εργαζομένων, με άλλα αρνητικά φαινόμενα που καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές και έχουν αποτυπωθεί και στα προηγούμενα «κύματα» της έρευνάς μας, όπως π.χ. ο εργάσιμος χρόνος, τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας κ.λπ.- φαίνεται ότι διαμορφώνει και στη χώρα μας το υπόστρωμα ενός κύματος «μεγάλης παραίτησης».
Ενδεικτικά ευρήματα:
• Μόνο 1 στους 4 (24,4%) δήλωσε ότι δεν θα παραιτούνταν από τη δουλειά του στις σημερινές συνθήκες.
• Αντίθετα, ένα μεγάλο ποσοστό δηλώνει ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να παραιτηθεί από τη δουλειά του, ακόμα και χωρίς να έχει βρει άλλη, για οικονομικούς λόγους (42,3%), και ειδικότερα είτε στην περίπτωση που το εισόδημά του από αυτή ήταν τόσο χαμηλό (31,6%)είτε αντίστροφα το κόστος που συνεπάγεται η συγκεκριμένη εργασία (π.χ. συγκεκριμένος τόπος διαμονής) ήταν τόσο υψηλό (10,7%) ώστε και στις δύο περιπτώσεις να είναι ασύμφορο να συνεχίσει να απασχολείται σε αυτή.
• Επίσης αρκετά σημαντικό είναι το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι θα παραιτούνταν προκειμένου να αποφύγουν ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον (14,1%), αλλά και όσων θα παραιτούνταν λόγω εξαντλητικών ωραρίων (10,2%), στοιχείο ενδεικτικό του ότι ένα σημαντικό πλέον τμήμα των εργαζόμενων αναζητά και ποιότητα στην εργασία του.
ΣΤ. Σε ό,τι τέλος αφορά άλλες νέες τάσεις στην εργασία, και ειδικά στην ψηφιοποίηση αυτής, τόσο η τηλεργασία όσο και η ειδικότερη εκδοχή των ψηφιακών νομάδων φαίνεται ότι έχουν απήχηση και στη χώρα μας, κυρίως μεταξύ των νεότερων ηλικιών.
Ενδεικτικά ευρήματα:
• Το 45,4% αποτιμά θετικά την εμπειρία του από την τηλεργασία.
• Το 36,3% θα σκεφτόταν να αλλάξει εργασία με μόνο κριτήριο τη δυνατότητα να εργάζεται εξολοκλήρου με τηλεργασία.
• Το 45,1% θα σκεφτόταν να αλλάξει εργασία με μοναδικό κριτήριο την ευελιξία ως προς τον τόπο κατοικίας του ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης όπου θα δουλεύει.