Πάνε πια πολλά χρόνια που το Αιτωλικό έχει συνδεθεί με την απέναντι αιτωλοακαρνανική στεριά μέσω γεφυριών, με αποτέλεσμα πολλοί –ακόμα και ντόπιοι– να έχουν λησμονήσει τη νησιωτική του υπόσταση. Ωστόσο η ιδιαίτερη ταυτότητά του δεν έχει αλλάξει, γι’ αυτό και το έχουν θαυμάσει πολλοί επισκέπτες της ευρύτερης περιοχής, εξακολουθώντας να το θεωρούν ως τη «Μικρή Βενετία» της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το Αιτωλικό είναι κωμόπολη 4.012 κατοίκων, η οποία βρίσκεται 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Μεσολόγγι (προσεγγίζεται μέσα σε μόλις 15 λεπτά, με αυτοκίνητο), στο μέσον περίπου της λιμνοθάλασσσας Αιτωλικού-Μεσολογγίου: ενός εκτεταμένου βιότοπου, που έχει τη μερίδα του λέοντος στο πολύτιμο οικοσύστημα το οποίο δημιουργούν οι εκβολές των ποταμών Αχελώου και Εύηνου.
Έτσι, πέρα από τη δική της γραφική γοητεία, η αιτωλοακαρνανική κωμόπολη έχει την τύχη να περιβάλλεται από πεντάμορφους υγροβιότοπους, που σφύζουν από ζωή –μάλιστα, φιλοξενούν και είδη απειλούμενα με εξαφάνιση, τελώντας έτσι υπό τη διεθνή προστασία που απορρέει από τη σύμβαση Ράμσαρ. Παράλληλα, το τοπίο αυτό εξακολουθεί να θεωρείται και πρώτης τάξης ψαρότοπος (έστω κι αν τα πράγματα δείχνουν πλέον πεσμένα, σε σύγκριση με τα παλιότερα χρόνια), στον οποίον ευδοκιμούν οι τσιπούρες και οι κέφαλοι. Το περίφημο αυγοτάραχο Μεσολογγίου, για παράδειγμα, παράγεται εδώ, από τα αυγά του θηλυκού κέφαλου (μπάφα).
Μια παλιά ναυτική πολιτεία που θυμίζει Βενετία
Μια αρκετά διαδεδομένη γνώμη θέλει το Αιτωλικό να ξεκινά ως συστάδα 4-5 μικρών νησίδων, που κατά την αρχαιότητα έμειναν ακατοίκητες καθώς τον χειμώνα καλύπτονταν από τα νερά της λιμνοθάλασσας. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι το νησί προέκυψε σε ακαθόριστο χρονικό σημείο του Μεσαίωνα, από ντόπιους ψαράδες, που, έχοντας ήδη εποχιακές βάσεις εκεί, προχώρησαν σε επιχωματώσεις και συνδέσεις των αρχικών νησίδων με ξύλινα γεφύρια.
Γεγονός είναι ότι το 1153, όταν πέρασε από την περιοχή ο περιηγητής Βενεμιάν εκ Τουδέλης, βρήκε εκεί ένα ενιαίο νησί με μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους, το οποίο ονομαζόταν Νατολικόν –ίσως γιατί γεωγραφικά το θεωρούσαν ως το ανατολικότερο νησί της συστάδας των Εχινάδων. Η ονομασία Αιτωλικό εμφανίζεται κατά πάσα πιθανότητα στον 18ο αιώνα και επικρατεί στα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Το 1848 ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ι. Κουρκουμέλης προχώρησε το φιλόδοξο πλάνο ένωσης του νησιού με την απέναντι στεριά, οικοδομώντας τα δύο πέτρινα, πολύτοξα γεφύρια που σήμερα έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέα. Ήταν μια σημαντική ιστορική στιγμή, που όμως είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι να πληρώνουν διόδια κατά τις μετακινήσεις προς και από το Αιτωλικό, ώστε να αποπληρωθεί το δάνειο που χρειάστηκε να πάρει ο Δήμος προκειμένου να πραγματοποιήσει το έργο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το Αιτωλικό γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο όλης της ευρύτερης περιοχής, αναπτύσσοντας τεράστιο κύκλο εργασιών. Μετατράπηκε έτσι σε ναυτική πολιτεία με αξιόλογο δικό της στόλο: υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι διέθεταν γύρω στα 50 ιστιοφόρα και μηχανοκίνητα πλοία μεσαίας χωρητικότητας. Η άνθιση αυτή κράτησε ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μα υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα από το 1946 κι έπειτα, όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το πορθμείο Ρίου-Αντιρρίου.
Παρά την εμπορική λάμψη της «Νερένιας Πολιτείας», όπως συχνά έλεγαν τότε το Αιτωλικό, η ανάγκη για επιχωματώσεις αποδείχθηκε διαρκής μέσα στα χρόνια και είναι εξαιτίας τους που πρωτοδιαμορφώθηκε ο χαρακτηρισμός «Μικρή Βενετία». Ειδικά στο βόρειο τμήμα του νησιού τα θεμέλια των σπιτιών βρίσκονταν κυριολεκτικά μέσα στο νερό, ενώ σχηματίζονταν κανάλια τα οποία προχωρούσαν αρκετά προς το εσωτερικό, δημιουργώντας μια εικόνα που πράγματι παρέπεμπε στη Βενετία. Η τελευταία επιχωμάτωση (1969) σε βορρά και νότο είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό αυτής της κατάστασης και την αλλαγή του σχήματος του νησιού, δημιουργώντας οικόπεδα. Όμως το προσωνύμιο «Μικρή Βενετία» έμεινε.