«Είναι ο καυτός ήλιος του ελληνικού καλοκαιριού που αντανακλά στα ασβεστωμένα με το χέρι μικροσκοπικά σπίτια, που λαμπυρίζουν δίπλα στα λιθόκτιστα χαλάσματα αγροικιών, απομεινάρια ζωής που μετρά αιώνες.
Είναι ο ήχος των προστατευόμενων αιγαιόγλαρων που μπερδεύεται με το θρόισμα του αέρα που διαπερνά τα αρμυρίκια, άναρχα ριζωμένα δίπλα στο κύμα, προσφέροντας τη δροσερή σκιά τους τα απομεσήμερα. Είναι η μυρωδιά από φασκόμηλο και θυμάρι που ξεραίνεται στις αυλές των σπιτιών, κάτω από τις κληματαριές, και δένει με εκείνη της παραδοσιακής κακαβιάς που μαγειρεύεται με την ψαριά της ημέρας από τους ψαράδες σε αυτοσχέδια καταλύματα που μετατρέπονται σε γαστριμαργικά τραπέζια. Είναι τα γέλια των λιγοστών παιδιών που σκίζουν, τρέχοντας με ταχύτητα, τα στενά δρομάκια του Μεγάλου Χωριού και μπερδεύονται με τους ήχους από τις καμπάνες των δίκλιτων εκκλησιών που φιλοξενούν τις προσευχές και τα τάματα των λιγοστών κατοίκων.
Είναι το Αγαθονήσι. Μια ξέρα γης, καταμεσής του Αιγαίου. Εκεί που οι χάρτες αποσυντονίζονται, οι γραμμές της κινητής τηλεφωνίας αχνοσβήνουν, εκεί που η μοναξιά είναι συνώνυμο της ελευθερίας, και η ομορφιά τόσο ανήμερη που κάθε προσπάθεια να εξημερωθεί αποδεικνύεται μάταιη.
Βρέθηκα στο Αγαθονήσι, για πρώτη φορά το 2019. Ένιωθα μια ασίγαστη επιθυμία να ανακαλύψω εκείνες τις ελληνικές στεριές, που στέκονται αιώνες τώρα αγέρωχα στα ομορφότερα νερά του κόσμου, σεμνά και άηχα, χωρίς ποτέ να επιζητούν τα φώτα της δημοσιότητας. Ίσως υποσυνείδητα, αναζητούσα να αναβιώσω τα ατέλειωτα νεανικά καλοκαίρια της αθωότητας, που δεν περιελάμβαναν κοκτέιλ και ξαπλώστρες, αλλά βραδιές με κιθάρα και τραγούδια γύρω από μια φωτιά στην άμμο. Που η πολυτέλεια είχε δείκτη μέτρησης τις χαραυγές και τα ηλιοβασιλέματα.
Έφτασα εκεί με το πλοίο της γραμμής. Λιγοστοί ταξιδευτές στα παλιά σκαριά που εξυπηρετούν την άγονη γραμμή, όλοι με κάποιο συγκεκριμένο σκοπό -κάποιοι να επιστρέψουν στην πατρίδα για να αγκαλιάσουν μετά από καιρό αγαπημένα πρόσωπα, κάποιοι εναλλακτικοί για να βιώσουν την εμπειρία του ελεύθερου camping σε μια απομονωμένη παραλία, κάποιοι ψαγμένοι για να επιδοθούν στην τέχνη του ψαροντούφεκου. Και εγώ, με μια διάθεση ανακάλυψης.
Δεν χρειάζονται παρά μόνο λίγες ώρες στο Αγαθονήσι για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είναι απλά ανακάλυψη. Είναι αποκάλυψη. Και δεν απαιτεί από εσένα τίποτα για να σου αποκαλυφθεί. Μόνο να είσαι ο εαυτός σου. Και να πετάξεις στα νερά του όλα όσα σε βασανίζουν και σε κρατούν δεμένο σε προσκολλήσεις και μια πραγματικότητα που σε σπρώχνει προς το μη αληθινό.
Το Μεγάλο και το Μικρό Χωριό. Ένα νησί μόλις δυο οικισμοί που αναπτύχθηκαν ψηλά, για να παραμένουν αθέατοι στις επιδρομές των πειρατών, φιλοξενούν τους λιγοστούς κατοίκους. Αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, ένας πέτρινος τοίχος γύρω από τα σπίτια με μεγάλες πόρτες-εισόδους στον οικισμό. Ένας μικρόκοσμος που δεν έχει ανάγκη από επώνυμα, που το επάγγελμα δεν αποτελεί status, που η ευγένεια είναι γονιδιακή καταγραφή. Οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες, τα παράθυρα ανοιχτά, τα μποστάνια ξέφραγα, τα ζώα ελεύθερα.
Με υποδέχτηκε η κυρία Μαρία, σε ένα από τα ελάχιστα ενοικιαζόμενα καταλύματα του νησιού, σε μια υπέροχη αυλή λουσμένη από τα άνθη μιας βουκαμβίλιας. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα χαμόγελα, ούτε τα κεράσματα. Η ματιά της καθαρή, αγαθή κατά την αρχαία σημασία της λέξης, όπως άλλωστε δηλώνει απερίφραστα και το όνομα του νησιού. Ο Αντώνης, ο Γιάννης, ο Μανώλης, ψαράδες πάππου προς πάππου. Η Αναστασία, εκπαιδευτικός που επέστρεψε στο νησί μετά από 20 χρόνια και έγινε διευθύντρια των σχολείων. Η Ελένη, που διατηρεί με τον σύζυγό της ένα μικρό καφέ στο λιμάνι. Ο Πατήρ Γεώργιος, ο ιερέας του νησιού, η σύζυγός του, κυρία Πόπη. Η κυρά Βαγγελιώ, ο Λευτέρης, η Θεολογία. Κτηνοτρόφοι, γεωργοί, ψαράδες, νοικοκύρηδες, κάθε ένας ξεχωριστά και όλοι μαζί δίνουν την ενέργειά τους σε αυτό τον τόπο. Και ορίζουν τις συντεταγμένες της μαγείας του.
Αξιοθέατα μετρημένα, αλλά δεν χορταίνεις να τα ανακαλύπτεις ξανά και ξανά. Οι «θόλοι», τα λιθόκτιστα θολωτά οικοδομήματα του 11ου αιώνα, που λέγεται ότι χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκες. Ο «βότσος», όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, ένα μεγάλο βάραθρο, που ο μύθος θέλει να επικοινωνεί με υπόγειες στοές από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη. Το μεγαλύτερο αξιοθέατο, η ίδια η φύση. Οι μικροί κολπίσκοι που αγκαλιάζουν το νησί, με τα μεταξωτά, γαλαζοπράσινα νερά τους. Σπηλιά, Γαϊδουρόλακκος, Πόρος, Τσαγκάρι. Παρθένες, ανέγγιχτες, διαμορφώνουν ένα μεγαλείο, ένα κάτοπτρο αθανασίας, που παγώνει το χρόνο και σε κάνει να νιώθεις ζωντανός.
Πουθενά αλλού δεν ένιωσα την ψυχή μου τόσο πλήρης όσο στο Αγαθονήσι. Σε αυτά τα υπαίθρια, αυθόρμητα τραπέζια που ξεκινούσαν με το ηλιοβασίλεμα και έντυναν με τις αστείρευτες συζητήσεις τις έναστρες νύχτες έως το ξημέρωμα. Ντόπιοι, ψαροντουφεκάδες, ιστιοπλόοι που καταφθάνουν με τα υπερπολυτελή γιοτ τους από ολόκληρο τον κόσμο, τουρίστες, εναλλακτικοί, γίνονται μια παρέα. Όλοι μαζί, σε αυτό τον ταπεινό παράδεισο, που κερνά απλόχερα φλισκουκούδι, ντόπια φάβα, αγριοκάτσικο μαγειρεμένο στον ξυλόφουρνο, χειροποίητο τυρί και σπιτικό κρασί.
Για αυτή την πληρότητα, επιστρέφω στο Αγαθονήσι ξανά και ξανά. Σε αυτό τον ανεξάρτητο και αυτάρκη τόπο, στο φάσμα του «άλλου» Αιγαίου, που αρέσκεται να κραυγάζει τον αντικομφορμιστικό του χαρακτήρα, που δεν σε προκαλεί να το ανακαλύψεις, αλλά αν τελικά το κάνεις σε γοητεύει τόσο που δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στη μεγαλειότητά του. Και κάθε επιστροφή να ορίζει την βαθύτερη ανακάλυψη του προσωπικού μας εαυτού».
Ο Σωτήρης Πράπας είναι Καρδιοχειρουργός, Δ/ντης Α ΚΡΧ κλινικής του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν Hospital center
Πέραν της επιστημονικής συγγραφικής του δραστηριότητας έχει εκδώσει δυο φωτογραφικά λευκώματα, τα «Μικρά αντίο» (2004) , «Όπου ταξίδεψε η καρδιά» (2017) και ένα φωτογραφικό ημερολόγιο «Η Ελλάδα της καρδιάς μου» (2014). Στο χώρο της ειδικότητάς του έγραψε την ιστορία της ελληνικής καρδιοχειρουργικής 950 σελίδων με τίτλο «Νίκες καρδιάς» (2014) και δύο ημερολόγια «Στα ανοιχτά της καρδιάς» (2017) και «Στα εντός του θώρακος» (2018). Έχει επίσης επιμεληθεί την έκδοση «Οι άντρες του Συκουρίου» (2022) που αναφέρεται στους συμπατριώτες του.