Το επόμενο διάστημα θα προωθηθεί στη Βουλή τροπολογία του υπουργείου Εργασίας για την επίσπευση της έναρξης της διαδικασίας του καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού, ο οποίος θα εφαρμοστεί πιθανότατα από την 1η Απριλίου.
Η διαδικασία της διαβούλευσης θα ξεκινήσει αρχές Φεβρουαρίου (δεν αποκλείεται και τέλος Ιανουαρίου) με την σύσταση τριμελούς Επιτροπής, η οποία θα απευθύνει επιστολές – προσκλήσεις στους επιστημονικούς φορείς και τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις τους.
Σύμφωνα με την Ημερησία, τα πορίσματά τους οι φορείς θα λάβουν υπόψη τους τον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης, μεγέθη τα οποία έχουν σημειώσει υποχώρηση εκτός από τον πληθωρισμό των τροφίμων που παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Πάνω από 5% η αύξηση
Από την άλλη πλευρά, η επενδυτική βαθμίδα που απέκτησε η ελληνική κυβέρνηση, η προοπτική της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ, η μείωση της ανεργίας, αλλά και οι ελλείψεις σε προσωπικό δημιουργούν θετικό πρόσημο για αύξηση του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με τις πρώτες ανεπίσημες συζητήσεις των φορέων προκειμένου τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας, η αύξηση δεν μπορεί να υπολείπεται του 5% (αν και στο κάδρο έχει εμφανιστεί και το 4,5% ως ελάχιστο ποσοστό αύξησης).
Αυτό σημαίνει πως ο κατώτατος μισθός από 780 ευρώ σήμερα θα αυξηθεί στα 820 ευρώ ενώ δε μπορεί να αποκλειστεί και μεγαλύτερη αύξηση καθώς ανεξάρτητα από τα υπομνήματα των φορέων, τον τελικό λόγο έχει το Μέγαρο Μαξίμου.
Ο στόχος της κυβέρνησης
Υπενθυμίζουμε ότι η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο ως το 2027 ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 950 ευρώ και ο μέσος στα 1.500 από περίπου 1.220 ευρώ σήμερα, μικτά.
Για να επιτευχθεί ο στόχος. αυτός θα πρέπει οι αυξήσεις μισθών να είναι κατά μέσο όρο 5% από το 2024 ως και το 2027.
Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι ο μισθός αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 5,2% από 780 ευρώ θα ανέλθει:
-στα 821 ευρώ το 2024,
-στα 863 ευρώ το 2025,
-στα 908 ευρώ το 2026
-για να καταλήξει στα 955 ευρώ το 2027.
Υπενθυμίζουμε ότι ο κατώτατος μισθός από φέτος θα ενισχυθεί και με το επίδομα προυπηρεσίας (τριετίες) που ξεπάγωσε αν και οι ωφελούμενοι τον πρώτο χρόνο θα είναι ελάχιστοι.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΓΣΕΕ μόλις 1.500 αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό θα συμπληρώσουν στο τέλος Ιανουαρίου μία έως τρεις τριετίες προκειμένου να λάβουν αυξημένες αποδοχές.
Ο ρόλος των κλαδικών συμβάσεων
Για την αύξηση του μέσου μισθού σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι κλαδικές συμβάσεις που βρίσκονται εν ενεργεία. Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ το 2022 ήταν σε ισχύ συνολικά 38 ΣΣΕ (από 79 το 2010), 24 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που υπογράφτηκαν το 2022 και 14 συλλογικές συμβάσεις παρελθόντων ετών. Μάλιστα μόνο 9 από τις 24 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που υπογράφτηκαν το 2022 προβλέπουν αύξηση των αποδοχών.
Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουμε ότι πολυπληθείς κλάδοι εργαζομένων, όπως το εμπόριο, έχουν περίπου 10 χρόνια να συνάψουν συμβάσεις με τους εργοδότες με αποτέλεσμα να βρίσκονται μισθολογικά στον «αέρα» με μοναδικό δίκτυ ασφαλείας τον κατώτατο μισθό.
Οι 38 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά και θεωρητικά (σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα) περίπου 735.000 άτομα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 29% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Ο αριθμός είναι λίγο μεγαλύτερος από το 2021.
Ωστόσο, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το πραγματικό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ μειώνεται ακόμα περισσότερο, εάν ληφθεί υπόψη ότι από το σύνολο των 38 ΣΣΕ μόνο 5 έχουν κηρυχτεί ως γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή ως υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Οι ΣΣΕ αυτές αφορούν ξενοδοχεία, τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα, καθώς και αισθητικούς. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις είναι υποχρεωτικές μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών (εργοδοτών και εργαζομένων), κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν ληφθεί υπόψη ότι είναι συνήθης η πρακτική πολλών επιχειρήσεων να δηλώνουν ότι δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων, με σκοπό να αποφύγουν την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, φαίνεται δύσκολο να αυξηθούν σε ικανοποιητικό βαθμό οι μέσοι μισθοί, με εξαίρεση ορισμένους κλάδους όπως η τεχνολογία, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια τα τρόφιμα και τα ποτά.
Πέρυσι οι αυξήσεις στις μεγάλες εταιρίες λόγω του πληθωρισμού είχαν ανέλθει στο 8%-10%. Φέτος σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τις αυξήσεις θα καθορίσουν τα οικονομικά μεγέθη αλλά και ελλείψεις σε προσωπικό.