Τα αρχαιολογικά και παλαιοντολογικά δεδομένα μαρτυρούν την κατοίκηση των Βαλκανίων πολλές δεκάδες χιλιετίες πριν από την εμφάνιση της ελληνικής γλώσσας. Οι λαοί μάλιστα που κατοικούσαν στη μεγάλη αυτή χερσόνησο της νοτιοανατολικής Ευρώπης μιλούσαν κατά πάσαν πιθανότητα πολλές και όχι μόνο μία γλώσσα, όπως εξάλλου συνέβαινε ήδη από την αρχαιότητα και στις χώρες της μεσογειακής λεκάνης.
Όλες οι ομιλούμενες στον ελληνικό χώρο γλώσσες πριν από την εμφάνιση της ελληνικής χαρακτηρίζονται προελληνικές. Τις γλώσσες αυτές, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο σχετικό άρθρο μας, μιλούσαν λαοί που είχαν φιλοξενηθεί στον ίδιο γεωγραφικό χώρο πριν από τους αρχαίους Έλληνες (Πελασγοί, Κάρες, Λέλεγες, Φοίνικες, Δρύοπες, Καύκωνες, Αίμονες κ.ά.).
Οι λεγόμενες προελληνικές γλώσσες πιστοποιούνται τόσο από άμεσες όσο και από έμμεσες μαρτυρίες. Οι άμεσες μαρτυρίες είναι κείμενα που είχαν γραφτεί την εποχή κατά την οποία οι γλώσσες αυτές ήταν ομιλούμενες, ενώ οι έμμεσες μαρτυρίες προέρχονται από πηγές μεταγενέστερες της εποχής κατά την οποία οι εν λόγω γλώσσες ήταν σε χρήση.
Ειδικότερα όσον αφορά τις άμεσες μαρτυρίες, οι κυριότερες εξ όσων έχουν διασωθεί είναι οι ακόλουθες:
Κείμενα σε «κρητικά ιερογλυφικά» (πρόκειται για μια πρώτη εκδοχή μινωικής γραφής, που ονομάστηκε έτσι επειδή θυμίζει την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου). Τα ευρεθέντα δείγματα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τη μεγαλόνησο (μερικά μόνο και από τη Σαμοθράκη) και χρονολογούνται περίπου από τα τέλη της 3ης έως τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι «ιερογλυφικές» επιγραφές χαράσσονταν σε πολύπλευρα πρίσματα και σε σφραγίδες, σε πήλινες πινακίδες, σε φυλλόσχημα τετράπλευρα ραβδάκια και σε δισκία. Πολλά από τα σημεία των «κρητικών ιερογλυφικών» είχαν χαρακτήρα εικονογράμματος ή ιδεογράμματος, ενώ κάποια άλλα χρησίμευαν πιθανώς στην καταγραφή συλλαβών.
Κείμενα σε Γραμμική Α γραφή (μια δεύτερη εκδοχή μινωικής γραφής). Τα σχετικά δείγματα έχουν εντοπιστεί κατά κύριο λόγο στην Κρήτη, σε άλλα νησιά, στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και εκτός του γεωγραφικού χώρου της ελληνικής επικράτειας, στη Μικρά Ασία και στο Ισραήλ. Το επιγραφικό υλικό ανάγεται στο διάστημα ανάμεσα στο 1750 και το 1450 π.Χ. περίπου.
Η «ιερογλυφική» επιγραφή στον περίφημο πήλινο δίσκο της Φαιστού. Η κρητική «ιερογλυφική γραφή» (μια τρίτη εκδοχή μινωικής γραφής) είναι αποτυπωμένη σπειροειδώς και στις δύο πλευρές του δίσκου, ο οποίος χρονολογείται πιθανώς στο α’ μισό του 17ου αιώνα π.Χ. (Μέση Εποχή του Χαλκού, αρχές Νεοανακτορικών Χρόνων).
Η «ιερογλυφική» επιγραφή στο διπλό πέλεκυ που εντοπίστηκε στο σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου Κρήτης και χρονολογείται περί το 1600 π.Χ. Ορισμένα σημεία της επιγραφής του Αρκαλοχωρίου παρουσιάζουν ομοιότητα με εκείνα του δίσκου της Φαιστού.
Κείμενα σε κυπρομινωική γραφή, την αρχαιότερη γραφή της Κύπρου (περίπου 1600-1050 π.Χ.). Δείγματα της γραφής αυτής, που περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές κατηγορίες (Κυπρομινωική 1, Κυπρομινωική 2 και Κυπρομινωική 3), έχουν εντοπιστεί σε όλη τη μεγαλόνησο και στην απέναντι συριακή ακτή (Ουγκαρίτ, νυν Ρας Σάμρα της Συρίας).
Κείμενα σε ετεοκυπριακή γλώσσα (γλωσσικό ιδίωμα εντοπισμένο κυρίως στην Αμαθούντα και τα περίχωρά της, στις νότιες ακτές της Κύπρου). Οι ετεοκυπριακές επιγραφές χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 5ο και στον 4ο αιώνα π.Χ.
Κείμενα σε ετεοκρητική γλώσσα (οι Ετεόκρητες ήταν κατά την παράδοση οι αρχαιότεροι κάτοικοι της μεγαλονήσου, οι γνήσιοι Κρήτες). Οι ετεοκρητικές επιγραφές προέρχονται από την Πραισό και τη Δρήρο Λασιθίου, στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης, χρονολογούνται δε στο διάστημα από το 650 π.Χ. έως τον 3ο/2ο αιώνα π.Χ.