Την απόλυτη τραγωδία που έζησε την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι περιέγραψε στη δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η Βαρβάρα Βουκάκη-Φύτρου, που έχασε στις φωτιές τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της.
Κατά την ανατριχιαστική κατάθεσή της, λίγοι κατάφεραν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους στη δικαστική αίθουσα. Οπως κατέθεσε, η ίδια βρισκόταν στο Γαλάτσι την αποφράδα ημέρα και προσπαθούσε να φτάσει στο Μάτι όταν άκουσε για τη φωτιά και πήρε τον σύζυγό της στο τηλέφωνο.
«Ηταν τρομοκρατημένος, γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Οταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Επαιρνα τον Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».
Κάποια στιγμή, ο γιος της σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου της. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. “Φοβάμαι, μαμά μου!”, μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει “εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς”. Ηταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».
Στην προσπάθειά της να φτάσει στο Μάτι, ένα οδηγός σε μηχανάκι της φώναξε: «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», εκείνη όμως δεν σταμάτησε. «Επαιρνα τον Γρηγόρη. Κάποια στιγμή, γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. “Καιγόμαστε, δεν το καταλαβαίνεις! Πού να έρθεις να μας βρεις!”. Ο Γρηγόρης μου έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Οχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άνδρας μου. Οχι έτσι», ξέσπασε η Βάρβαρα Βουκάκη.
Η Βάρβαρα Βουκάκη περιέγραψε στη συνέχεια τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να βρει την οικογένειά της. «Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Πού ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματά τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;», ανέφερε.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Εδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μία βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινα κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση… Σε μία από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μία αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει… Είχε μία φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος, και ήταν η Εβίτα μου. Με το ροζ μπλουζάκι της, όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Επρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Επρεπε να σταθώ στα πόδια μου».
«Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. “Πού είναι αυτό το οικόπεδο”, ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Hταν πολύ κοντά εκεί όπου βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απέξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απέξω το βράδυ, μέσα σε εκείνο το οικόπεδο, εγώ, η μάνα, είχα χάσει το παιδί μου και τον άνδρα μου. […] Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία να δώσω DNA για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ηξερα για τον άνδρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου, και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξαν ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου».
Η Ιωάννα Πεταλά έχασε τους γονείς της στη φωτιά και νοσηλεύτηκε για 54 ημέρες. «Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Αρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μία γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μάς κυνηγούσε από αριστερά και πίσω. […] Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Ακουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Κάποιος μου λέει “κοπελιά, καίγεσαι”. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Eφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καίγονταν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μία οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου».
Η μάρτυρας περιέγραψε και όσα έμαθα ότι συνέβησαν στη μητέρα και τον πατέρα της, αφού η οικογένεια χωρίστηκε.
«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ηταν γυμνή, χωρίς μαλλιά, και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντιλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα, πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι».