Όλα ξεκίνησαν το πρωί της 23ης Αυγούστου 1973, όταν ένας δραπέτης διέσχισε τους δρόμους της πρωτεύουσας της Σουηδίας και μπήκε σε μια πολυσύχναστη τράπεζα, την Sveriges Kreditbanken, στην πολυτελή πλατεία Norrmalmstorg της Στοκχόλμης. Κάτω από το διπλωμένο σακάκι που κρατούσε στα χέρια του, ο Γιαν-Ερικ Όλσον έβγαλε ένα γεμάτο πολυβόλο, πυροβόλησε στο ταβάνι και αλλάζοντας τη φωνή του για να ακούγεται σαν αμερικανική, φώναξε στα αγγλικά: «Το πάρτι μόλις άρχισε!».
Αφού τραυμάτισε έναν αστυνομικό που είχε ανταποκριθεί σε κάλεσμα σιωπηλού συναγερμού, ο ληστής πήρε ομήρους τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας. Ο Όλσον, ένας ληστής χρηματοκιβωτίων που δεν επέστρεψε στη φυλακή μετά την άδεια που πήρε ενώ εξέτιε τριετή ποινή για σοβαρές κλοπές, απαίτησε περισσότερα από 700.000 δολάρια σε σουηδικό και ξένο νόμισμα, ένα αυτοκίνητο διαφυγής και την απελευθέρωση του Κλαρκ Όλοφσον, ο οποίος επίσης εξέτιε ποινή φυλάκισης για ένοπλη ληστεία και συνέργεια στη δολοφονία ενός αστυνομικού το 1966.
Μέσα σε λίγες ώρες, η αστυνομία παρέδωσε τον συγκρατούμενό του Όλοφσον, τα λύτρα και μια μπλε Ford Mustang (μάλιστα!) με γεμάτο ρεζερβουάρ βενζίνης. Ωστόσο, οι αρχές αρνήθηκαν την απαίτηση του ληστή να φύγει με τους ομήρους για να διασφαλιστεί η ασφάλειά του.
Το δράμα που εκτυλίχθηκε έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο και παίχτηκε καρέ-καρέ στις τηλεοπτικές οθόνες της Σουηδίας. Καθημερινοί πολίτες κατέκλυσαν το αρχηγείο της αστυνομίας με προτάσεις για τον τερματισμό της αδιέξοδης κατάστασης, οι οποίες κυμαίνονταν από μια συναυλία θρησκευτικών μελωδιών με την μπάντα του Στρατού Σωτηρίας μέχρι την αποστολή ενός σμήνους θυμωμένων μελισσών για να τσιμπήσουν τους δράστες και να τους υποτάξουν.
Οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί σε ένα στενό τραπεζικό θησαυροφυλάκιο, δημιούργησαν γρήγορα έναν παράξενο δεσμό με τους απαγωγείς τους.
Ο Όλσον έβαλε ένα μάλλινο μπουφάν στους ώμους της ομήρου Κριστίν Ένμαρκ όταν άρχισε να τρέμει, την ηρέμησε όταν είδε ένα κακό όνειρο και της έδωσε μια σφαίρα από το όπλο του για ενθύμιο.
Ο ένοπλος παρηγόρησε την αιχμάλωτη Μπιργκίτα Λούντμπλαντ όταν δεν μπορούσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την οικογένειά της και της είπε: «Προσπάθησε ξανά, μην τα παρατάς».
Όταν η όμηρος Ελίζαμπεθ Όλντγκρεν παραπονέθηκε για κλειστοφοβία, της επέτρεψε να περπατήσει έξω από το θησαυροφυλάκιο δεδεμένη σε ένα σχοινί 30 μέτρων, και η Όλντγκρεν δήλωσε στο New Yorker ένα χρόνο αργότερα ότι αν και δεμένη με λουρί, «ήταν πολύ ευγενικό που μου επέτρεψε να βγω από το θησαυροφυλάκιο». Οι καλοπροαίρετες πράξεις του Όλσον προκάλεσαν τη συμπάθεια των ομήρων του. «Όταν μας φερόταν καλά», είπε ο μοναδικός άνδρας όμηρος Σβεν Σάφστρομ, «μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε ως Θεό εξ ουρανού».
Μέχρι τη δεύτερη μέρα, όμηροι και απαγωγείς είχαν γίνει γνωστοί με τα μικρά τους ονόματα και η αστυνομία είχε γίνει ο κοινός φόβος όλων. Όταν επετράπη στον αστυνομικό διευθυντή να μπει μέσα για να επιθεωρήσει την κατάσταση της υγείας των ομήρων, παρατήρησε ότι οι αιχμάλωτοι εμφανίζονταν εχθρικοί απέναντί του, αλλά χαλαροί και ευδιάθετοι με τους ενόπλους.
Ο αρχηγός της αστυνομίας δήλωσε στον Τύπο ότι αμφιβάλλει αν οι ένοπλοι θα έκαναν κακό στους ομήρους επειδή είχαν αναπτύξει μια «μάλλον χαλαρή σχέση».
Η Ένμαρκ τηλεφώνησε ακόμη και στον Σουηδό πρωθυπουργό ‘Ολοφ Πάλμε, ο οποίος ήταν ήδη απασχολημένος με τις επικείμενες εθνικές εκλογές και την επιθανάτια αγρυπνία για τον 90χρονο βασιλιά της χώρας, τον Gustaf VI Adolf, και τον παρακάλεσε να αφήσει τους ληστές να την πάρουν μαζί τους στο αυτοκίνητο διαφυγής.
«Εμπιστεύομαι πλήρως τον Κλαρκ και τον ληστή», διαβεβαίωσε τον Πάλμε. «Δεν είμαι απελπισμένη. Δεν μας έχουν κάνει τίποτα. Αντιθέτως, υπήρξαν πολύ καλοί. Αλλά, ξέρεις, Όλοφ, αυτό που φοβάμαι είναι ότι η αστυνομία θα επιτεθεί και θα μας προκαλέσει τον θάνατο».
Ακόμη και όταν απειλούνταν με σωματική βλάβη, οι όμηροι εξακολουθούσαν να βλέπουν συμπόνια στους απαγωγείς τους. Όταν ο Όλσον απείλησε να πυροβολήσει τον Σάφστρομ στο πόδι για να ταρακουνήσει την αστυνομία, ο όμηρος διηγήθηκε στο New Yorker: «Πόσο ευγενικός νόμιζα ότι ήταν που είπε ότι θα πυροβολούσε μόνο το πόδι μου».
Η Ένμαρκ προσπάθησε να πείσει τον συνάδελφό της όμηρο να δεχτεί τη σφαίρα: «Μα Σβεν, είναι μόνο στο πόδι».
Τελικά, οι κατάδικοι δεν έκαναν καμία σωματική βλάβη στους ομήρους και τη νύχτα της 28ης Αυγούστου, μετά από περισσότερες από 130 ώρες, η αστυνομία έριξε δακρυγόνα στο θησαυροφυλάκιο και οι δράστες παραδόθηκαν γρήγορα.
Η αστυνομία κάλεσε τους ομήρους να βγουν πρώτοι, αλλά οι τέσσερις αιχμάλωτοι, προστατεύοντας τους απαγωγείς τους μέχρι τέλους, αρνήθηκαν. Η Ένμαρκ φώναξε: «Όχι, ο Τζαν και ο Κλαρκ βγαίνουν πρώτοι – θα τους πυροβολήσετε αν το κάνουμε!».
Στην είσοδο του θησαυροφυλακίου, οι κατάδικοι και οι όμηροι αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και έδωσαν τα χέρια. Καθώς η αστυνομία συνέλαβε τους ενόπλους, δύο γυναίκες όμηροι φώναξαν:
«Μην τους πειράξετε – δεν μας έκαναν κακό». Ενώ η Ένμαρκ απομακρυνόταν με φορείο, φώναξε στον δεμένο με χειροπέδες Ολόφσον: «Κλαρκ, θα σε ξαναδώ».
Η φαινομενικά παράλογη προσκόλληση των ομήρων στους απαγωγείς τους προβλημάτισε το κοινό και την αστυνομία, η οποία μάλιστα διερεύνησε αν η Ένμαρκ είχε σχεδιάσει τη ληστεία μαζί με τον Όλοφσον. Οι αιχμάλωτοι ήταν επίσης μπερδεμένοι. Την επομένη της απελευθέρωσής της, η Όλντγκρεν ρώτησε έναν ψυχίατρο: «Συμβαίνει κάτι με μένα; Γιατί δεν τους μισώ;».
Οι ψυχίατροι συνέκριναν τη συμπεριφορά αυτή με το σοκ που παρουσίαζαν οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου και εξήγησαν ότι οι όμηροι χρωστούσαν συναισθηματικά στους απαγωγείς τους και όχι στην αστυνομία, επειδή γλίτωσαν το θάνατο.
Μέσα σε λίγους μήνες από την πολιορκία, οι ψυχίατροι ονόμασαν το παράξενο φαινόμενο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», το οποίο έγινε μέρος του λαϊκού λεξιλογίου το 1974, όταν χρησιμοποιήθηκε ως υπεράσπιση για την απαχθείσα κληρονόμο εφημερίδας Πάτι Χερστ, η οποία βοήθησε τους ριζοσπάστες απαγωγείς της από τον Απελευθερωτικό Στρατό των Συμβιόνων (Symbionese Liberation Army) σε μια σειρά ληστειών τραπεζών.
Ακόμα και μετά την επιστροφή των Όλοφσον και Όλσον στη φυλακή, οι όμηροι επισκέπτονταν τους πρώην απαγωγείς τους. Ένα εφετείο ανέτρεψε την καταδίκη του Όλοφσον, αλλά ο Όλσον πέρασε χρόνια πίσω από τα κάγκελα πριν αποφυλακιστεί το 1980.
Μόλις απελευθερώθηκε, παντρεύτηκε μία από τις πολλές γυναίκες που του έστελναν γράμματα θαυμασμού όσο ήταν φυλακισμένος, μετακόμισε στην Ταϊλάνδη και το 2009 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».