Όλοι μας έχουμε ακουστά τον χαρακτηρισμό «είσαι κότα». Κι αν είμαστε τυχεροί και δεν μας το είπαν κατάμουτρα, μπορεί να το υπονόησαν ή κι εμείς να το είπαμε για άλλους. Άλλες φορές μπορεί να ακούσαμε την ευγενική παρότρυνση «μην κιοτεύεις», ώστε να πάρουμε θάρρος για κάτι ή την απογοητευτική διαπίστωση «κιότεψε» για να εκφράσουμε πως κάποιος δεν ήταν αρκετά «γενναίος» και «τολμηρός».
Γιατί όμως η κότα «κουβαλά» αυτόν τον χαρακτηρισμό; Η ιστορία του «είσαι κότα» ξεκινά από πολύ παλιά και καθώς φαίνεται παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο..
Όταν οι παλαιοί συγγραφείς «έβριζαν κομψά»
Μια από τις παλαιότερες γραπτές παρομοιώσεις των δειλών ως «κοτόπουλα» προέρχεται από το έργο του Σαίξπηρ «Κυμβελίνος» που χρονολογείται περί το 1616. Στο έργο αυτό, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τους στρατιώτες που εγκαταλείπουν το πεδίο μάχης ως «κοτόπουλα που αμέσως πετάνε».
Σύμφωνα με το Grammarphobia.com, τα οικόσιτα πτηνά είχαν συνδεθεί με την απουσία γενναιότητας πολύ πριν από τον 17ο αιώνα. Ένα θεατρικό έργο από το 1450 περιγράφει έναν δειλό ως άνθρωπο με «καρδιά κότας» και ο ποιητής Τζον Σκέλτον παρομοίασε μερικούς άσπονδους αυλικούς με «κοτόκαρδους κερατάδες» στο ποίημά του »Why Come Ye Nat to Courte» , το 1529.
Οι κότες μπορεί να φαίνονταν ιδιαίτερα δειλές και συνεσταλμένες επειδή οι κόκορες ήταν αυτοί που «είχαν τα κότσια» στο κοτέτσι. Τα κοτόπουλα γενικά είναι κοινωνικά πουλιά και ζουν μαζί ως κοπάδι. Έχουν κοινοτική προσέγγιση στην επώαση των αβγών και στην ανατροφή των μικρών τους. Ο κόκορας συνήθως θα προσκαλέσει τις κότες για τροφή και θα τραφεί μαζί τους.
Η έλλειψη κόκορα σε ένα κοπάδι μπορεί να κάνει τις κότες να εγκαταλείψουν την στέγη τους προς αναζήτηση αρχηγού-κόκορα. Ως εκ τούτου, τους ηγέτες, τους ατρόμητους πολεμιστές και γενικώς τις σημαντικές και έντονες προσωπικότητες στα μέσα του 16ου αιώνα, τις χαρακτήριζαν, ως κοπλιμέντο, «κόκορες». ‘Οταν οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να χρησιμοποιούν τον όρο «κότα» για να επισημάνουν υποτακτικούς ή δειλούς ανθρώπους, συχνά έκαναν και την αντίστοιχη σύγκριση-αντιπαράθεση με τον «γενναίο κόκορα».
Ένα παράδειγμα μπαλάντας από το τέλος του 17ου αιώνα, ονόματι «Ο θρήνος του Τέιλορ», αναφέρει στη τελευταία στροφή: «Από τότε έχει τόση επιρροή πάνω μου που είμαι αναγκασμένος να υπακούω στους νόμους της. Εκείνη είναι ο κόκορας κι εγώ η κότα κι αφού αυτή είναι η κατάστασή μου, λυπηθείτε με».
Είναι προφανής ο σεξιστικός χαρακτήρας του διαχωρισμού κότας και κόκορα. Το ζώο και κατ’ επέκταση ο άνθρωπος γένους θηλυκού θεωρούταν υποτονικός και λιπόψυχος και έπρεπε να παίρνει παράδειγμα από το «γενναίο» και «ισχυρό» αρσενικό. Αυτό που επικράτησε βέβαια στο χρόνο είναι ένας γενικευμένος χαρακτηρισμός του «ανόητου» ή «δειλού», ανεξαρτήτως φύλου ανθρώπου, ως κότα.
Άλλες εκφράσεις που αφορούν τα κοτόπουλα στη γλώσσα μας είναι: κάνω τον κόκορα=παριστάνω τον γενναίο χωρίς να είμαι, κοκόρου γνώση=έλλειψη εξυπνάδας, μαλώνουν σαν τα κοκόρια=καβγαδίζουν συνέχεια, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει=όταν εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι σε μια υπόθεση, τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά, τα φορτώνω στον κόκορα=αδιαφορώ για μια δουλειά που πρέπει να κάνω.
Ο θαυμαστός κόσμος των ορνίθων
Οι πετεινοί λαλούν με μια δυνατή και μερικές φορές διαπεραστική κραυγή που παίζει το ρόλο οριοθέτησης και προστασίας της εδαφικής τους περιοχής. Σε παλαιότερες εποχές, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ρολὀγια, το πρωινό λάλημα του πετεινού, σηματοδοτούσε το ξημέρωμα και την προετοιμασία για την έναρξη των αγροτικών εργασιών.
Οι κότες «κακαρίζουν» δυνατά εφόσον γεννήσουν ένα αβγό, για να καλέσουν τους νεοσσούς τους ή εμπρός σε κάποιο κίνδυνο. Επιπλέον, είναι ζώα που διαθέτουν κάποιες από τις βασικές ιδιότητες συναισθηματικής ταύτισης , της ικανότητας δηλαδή του να μοιράζεται κάποιος τα συναισθήματά του.
Με απλά λόγια τα «υποτιμημένα» αυτά πτηνά, καθόλου ανόητα δεν είναι αφού μπορούν να αισθανθούν τον πόνο, τη χαρά και το άγχος του άλλου και ιδιαίτερα των «τέκνων» τους.