Με βασική και, κυρίως, αστάθμητη παράμετρο την ιδιόμορφη κατάσταση που επικρατεί αυτή την εποχή στην Ουάσιγκτον, τη δύναμη που παραδοσιακά θεωρείται η μόνη που θα μπορούσε να αποτρέψει ένα σενάριο ραγδαίας επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ψηλαφεί τα επόμενα βήματά της η Αθήνα.
Ετσι, αν και κάποιες από τις βασικές επαφές που έχουν δρομολογηθεί σε μεσαίο και χαμηλό επίπεδο θα γίνουν κανονικά τις επόμενες δύο εβδομάδες (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης – ΜΟΕ, ανταλλαγές επιχειρηματικών αποστολών και πολιτιστικές εκδηλώσεις σε επίπεδο θετικής ατζέντας), οι πιο ουσιαστικές, δηλαδή η συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αγκυρα ή στην Κωνσταντινούπολη, δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί, όπως και εκείνες του πολιτικού διαλόγου (Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μεχμέτ Κεμάλ Μποζάι).
Επί του πρακτέου οι δύο υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν έχουν ήδη συμφωνήσει ότι πρέπει να συναντηθούν στο περιθώριο της επόμενης υπουργικής συνόδου του ΝΑΤΟ (14-15 Μαΐου), πέραν βεβαίως των τηλεφωνικών επικοινωνιών που μπορεί να προηγηθούν και να ακολουθήσουν.
Σε αυτό το επίπεδο, των υπουργών Εξωτερικών, έχει γίνει έως αυτή τη στιγμή η διαχείριση όλων των κρίσιμων στιγμών των τελευταίων εβδομάδων, είτε επρόκειτο για τις προετοιμασίες του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ), ο οποίος ανακοινώθηκε τη Μεγάλη Τετάρτη, είτε για τις διάφορες επικοινωνίες περί το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου που παραμένει σε εκκρεμότητα. Στην Αθήνα θεωρούν ότι το έργο κάποια στιγμή θα προχωρήσει, χωρίς να θίγεται το βασικό κεκτημένο αυτής της περιόδου, που δεν είναι άλλο από τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο.
Το ιδανικό σενάριο για την επιστροφή του ερευνητικού πλοίου στην περιοχή ανατολικά της Κάσου και της Καρπάθου θα ήταν κάποιου είδους συνεννόηση με την Τουρκία ή ο εξαρχής επανασχεδιασμός της πορείας του καλωδίου. Σε αντίθετη περίπτωση, το ερευνητικό πλοίο θα πρέπει να επιστρέψει συνοδεία στόλου στα ανατολικά της Κάσου.
Και σε αυτή την περίπτωση, μια βασική προβληματική συνίσταται στο τι θα γίνει τη στιγμή που το ερευνητικό εξέλθει από την περιοχή δυνητικής ΑΟΖ της Ελλάδας και εισέλθει στη δυνητική ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία καταφανώς δεν διαθέτει τα ναυτικά μέσα για να σχεδιάσει επιχείρηση συνοδείας του πλοίου. Ολα αυτά είναι, βεβαίως, ερωτήματα που πρακτικά θα ακολουθήσουν την όποια πολιτική απόφαση επανεκκίνησης των ερευνών, όποτε και αν αυτές ξεκινήσουν.
Τα ερωτήματα για την Αθήνα δεν είναι, φυσικά, αφηρημένα και δεδομένου ότι η Αγκυρα έχει διαμηνύσει ότι θα υπάρξει απάντηση σε κινήσεις, όπως για παράδειγμα η ανακοίνωση του ΘΧΣ (αγνοώντας, βεβαίως, ότι πρόκειται για υποχρέωση της Ελλάδας από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε.), δεν αποκλείεται η Κύπρος να δεχθεί πιέσεις και με άλλους τρόπους, όπως για παράδειγμα με πιθανή επανεκκίνηση ερευνών για υδρογονάνθρακες εντός των υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
