Η διαρκώς αυξανόμενη ένταση στη Μέση Ανατολή προσθέτει αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία, η οποία ήδη εδώ και παραπάνω από 2 χρόνια κλονίζεται αισθητά από τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ακόμη κι αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συγχαίρουν τους εαυτούς τους για το γεγονός ότι απέτρεψαν τον «σεισμό» που θα προκαλούσε μια ύφεση σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, το πρόβλημα δεν παύει να υφίσταται.
Το Ισραήλ, το οποίο συνεχίζει στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Γάζα για σχεδόν ένα χρόνο, έστειλε τις δυνάμεις του και στον νότιο Λίβανο, μετά από δύο εβδομάδες έντονων αεροπορικών επιδρομών, κλιμακώνοντας τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Στον… πολεμικό χορό μπήκε και το Ιράν, με την πυραυλική επίθεση της Τρίτης 1 Οκτωβρίου, που φαντάζει δεδομένο ότι θα φέρει αντίποινα από πλευράς της κυβέρνησης του Τελ Αβίβ.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα ιδιαιτέρως ρευστό σκηνικό για την παγκόσμια οικονομία ενόψει των επόμενων εβδομάδων. Ωστόσο, τα όσα διαδραματίζονται στην περιοχή, δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε όλους…
Ο αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία από τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή
Λίγο πιο μακριά από την περιοχή όπου μαίνεται η πολεμική σύγκρουση, οι σημαντικές επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές δείχνουν να περιορίζονται, καθώς οι επενδυτές αντισταθμίζουν τα χαρτοφυλάκια τους με ασφαλή περιουσιακά στοιχεία.
Ενδεικτικό είναι αυτό που συνέβη με το αμερικανικό δολάριο, το οποίο αποδείχθηκε το πλέον ευνοημένο από την επίθεση με βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν στο Ισραήλ: ο δείκτης του, ο οποίος συγκρίνεται με αυτόν του ευρώ, του γιεν και των άλλων τεσσάρων κορυφαίων νομισμάτων, διαπραγματεύεται κοντά στα υψηλά των τελευταίων τριών εβδομάδων.
Όπως πάντα, οι κεντρικοί τραπεζίτες τονίζουν ότι δουλειά τους είναι να κοιτάζουν πέρα από απρόβλεπτους, έκτακτους κραδασμούς στην οικονομία και να επικεντρώνονται στις βαθύτερες, υποκείμενες τάσεις. Ωστόσο, δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν εντελώς τα γεωπολιτικά γεγονότα.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι, δήλωσε στον Guardian ότι η τράπεζα θα μπορούσε να κινηθεί πιο επιθετικά για να μειώσει τα επιτόκια, εάν οι πιέσεις του πληθωρισμού εξακολουθήσουν να εξασθενούν.
Οι δηλώσεις αυτές υποδηλώνουν ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν βλέπουν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή ως σημαντική απειλή για τις προσπάθειές τους να μετριάσουν τον πληθωρισμό.
Ο Μπέιλι τόνισε ότι φαίνεται να υπάρχει δέσμευση διατήρησης της σταθερότητας στις αγορές πετρελαίου, αλλά σημείωσε επίσης ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ανοδικό «ράλι», σε περίπτωση που συνεχιστεί η κλιμάκωση της έντασης.
Ο αναπληρωτής διοικητής της Riksbank στη Σουηδία, Παρ Γιάνσον, εξέφρασε μια παρόμοια άποψη. Όπως ανέφερε, οι επιπτώσεις της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή δεν είναι ακόμη τέτοιες, που να δικαιολογήσουν ανεξέλεγκτη οικονομική αστάθεια.
ΔΝΤ: Τα ρίσκα για την παγκόσμια οικονομία από την κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή
Ωστόσο, τo Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε την Πέμπτη (3/10) ότι μια κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την ευρύτερη περιοχή και την παγκόσμια οικονομία.
Το Ταμείο παρακολουθεί στενά την κατάσταση στον νότιο Λίβανο και «με μεγάλη ανησυχία», όπως τόνισε η εκπρόσωπός του, Τζούλι Κόζακ.
«Η πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης της σύγκρουσης αυξάνει τους κινδύνους και την αβεβαιότητα και θα μπορούσε να έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στην περιοχή και ακόμα πιο μακριά», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με το Reuters, η κυρία Κόζακ επισήμανε πως είναι πολύ νωρίς να γίνουν προβλέψεις για συγκεκριμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, αλλά έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι οι οικονομίες στην περιοχή έχουν ήδη υποφέρει πολύ, ιδίως η Γάζα, όπου οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν ανθρωπιστική κρίση.
Ενδεικτικό είναι ότι το ΔΝΤ εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Γάζας συρρικνώθηκε κατά 86% το πρώτο μισό του 2024.
Η εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή αυξάνει τις τιμές στο πετρέλαιο
Όσον αφορά την επίπτωση στην τιμή του πετρελαίου, αυτήν τη στιγμή το Brent κινείται μεν πάνω από τα 75 δολάρια το βαρέλι, παρουσιάζοντας σημαντική ποσοστιαία αύξηση, ωστόσο ακόμη βρίσκεται πολύ κάτω από το επίπεδό των 84 δολαρίων το βαρέλι, που είχε φτάσει μετά την αιματηρή επίθεση της Χαμάς σε κιμπούτς στο Ισραήλ, περίπου πριν από ένα χρόνο (7 Οκτωβρίου 2023).
Επίσης, το Brent κινείται πολύ μακριά από τα υψηλά των 130 δολαρίων που έφτασε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2023. Συνεπώς, τα πράγματα δεν μοιάζουν αυτήν τη στιγμή τόσο δυσοίωνα.
Βέβαια, η Ευρώπη πρέπει να είναι σε επιφυλακή και αυτό διότι είναι πολύ πιο εκτεθειμένη στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου, καθώς -σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής- δεν έχει σημαντική εγχώρια παραγωγή. Αλλά, ακόμη και στη γηραιά ήπειρο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκτιμούν ότι θα χρειαζόταν μια διαρκής αύξηση των τιμών κατά 10%, ώστε να επηρεαστεί ο πληθωρισμός ανοδικά κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις ενός εκτεταμένου πολέμου που θα οδήγησε σε ευρύτερες επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές σε όλη τη Μέση Ανατολή και στις χώρες του Κόλπου, καθώς και περαιτέρω διακοπές στις εμπορικές οδούς μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, θα ήταν πιο απτές.
Η Oxford Economics εκτίμησε ότι ένα τέτοιο σενάριο θα εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου έως και τα 130 δολάρια το βαρέλι, με αποτέλεσμα να ρίξει κατά 0,4 ποσοστιαία μονάδα την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής το επόμενο έτος, την οποία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά επί του παρόντος περίπου στο 3,3%.