Όσα χρόνια και αν πέρασαν, από τις σκοτεινές και πνιγμένες στο αίμα μέρες του Ιούλη και του Αυγούστου του 1974, ο εφιάλτης δεν τελειώνει για κάποιες γυναίκες. Είναι εκείνες οι γυναίκες που έγιναν τα τρόπαια των εισβολέων. Γυναίκες που υπέστησαν την ταπείνωση. Κάποιες δεν ήταν ακόμα καν γυναίκες. Ήταν κορίτσια που χάθηκε η αθωότητα τους μέσα στη βρώμικη ανάσα του εισβολέα.
Και δεν τέλειωσε εκεί. Εισβολέας και βιαστής έγινε στη συνέχεια, ο σύζυγος, ο αρραβωνιαστικός, η γειτονιά, η κοινωνία… όλοι αυτοί που έμαθαν να δείχνουν με το δάχτυλο το θύμα, σαν να ήταν αυτό που διέπραξε το έγκλημα.
Για αυτές τις γυναίκες… αλλά δεν ήταν μόνο γυναίκες, μίλησε στη κυπριακή ειδησεογραφική ιστοσελίδα Cyprus Times και στο protothema.gr, η επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων, Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άννα Αριστοτέλους.
Βίασαν και άντρες
Η κα Αριστοτέλους ανέφερε πως από τις μαρτυρίες που έχουν συλλεγεί προκύπτουν και βιασμοί ανδρών από μέλη του τουρκικού στρατού, και πρόκειται για ακόμα μία σκοτεινή πτυχή της εισβολής, στην οποία ούτε και τα θύματα επιθυμούσαν να πέσει φως.
Κλείσιμο
Όπως σημείωσε, οι μαρτυρίες καταδεικνύουν φρικαλεότητες. Βιάστηκαν ανήλικα κορίτσια, γυναίκες και κάποιες εξ αυτών ήταν έως και 80 ετών. Έκανε λόγο για συστηματικούς αλλεπάλληλους ομαδικούς βιασμούς, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η πρακτική χρησιμοποιήθηκε ως όπλο για ταπείνωση των Ελληνοκυπρίων. Συμπλήρωσε πως, μετά από 50 χρόνια, αυτά τα περιστατικά παραμένουν στο σκοτάδι «γιατί η ομολογία του θύματος ότι υπέστη βιασμό, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι το δράμα που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι μόνοι τους».
Χιλιάδες βιασμοί
Η Άννα Αριστοτέλους σημείωσε πως ο επίσημος αριθμός των ατόμων, στην συντριπτική πλειοψηφία γυναικών, που υπέστησαν βιασμό δεν είναι ακριβής, «γιατί τα θύματα που δεν μίλησαν αυτά τα 50 χρόνια είναι πολύ περισσότερα από αυτά που έχουν δώσει μαρτυρία». Οι γνωστές περιπτώσεις στις αρμόδιες αρχές είναι περίπου χίλιες, αλλά τα ο πραγματικός αριθμό είναι πολλαπλάσιος.
Το τι υπέστησαν αυτές οι γυναίκες δεν είναι εύκολο να περιγραφεί από τρίτους και σαφώς ασυγκρίτως πιο δύσκολο να ομολογηθεί από τις ίδιες, γιατί αν και θύματα αισθάνονταν ντροπή, για αυτό που υπέστησαν.
Μεθοδευμένο έγκλημα
Από τις μαρτυρίες, οι οποίες είναι γνωστές στο Γραφείο της κας Αριστοτέλους, προκύπτει οργανωμένη και συστηματική διενέργεια βιασμών από τους Τούρκους στρατιώτες. Στα χωριά που έμπαινε ο τουρκικός στρατός, γινόταν διαχωρισμός των ανδρών από τα γυναικόπαιδα, τα οποία μετέφεραν σε σχολεία, εκκλησίες, ή άλλους χώρους -ακόμα και στα σπίτια τους – όπου σημειώνονταν και οι βιασμοί. Έχουν καταγραφεί βιασμοί σε εκκλησίες, σε αποθήκες, σε φάρμες, σε χωράφια, σε σχολεία, στον δρόμο. «Υπάρχουν περιπτώσεις βιασμών γυναικών μπροστά στα μάτια των γονέων τους, των παιδιών τους, των συζύγων τους», είπε η Α. Αριστοτέλους, προσθέτοντας ότι, πέραν αυτού καθαυτού του βιασμού, υπήρχε μια εξευτελιστική και μειωτική μεταχείριση, με «βασανιστήρια τα οποία δε μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Είναι εξευτελισμός που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, ούτε υπάρχουν και λέξεις που μπορούν να δώσουν το εύρος των εγκλημάτων». Αυτά γίνονταν τόσο από Τούρκους στρατιώτες, αλλά και από Τουρκοκύπριους.
«Βιασμός» και από τη κοινωνία
Η κα Αριστοτέλους, αναφερόμενη στο πως βίωσαν αυτές οι γυναίκες τα όσα υπέστησαν, έκανε λόγο και για το «στίγμα» που κουβαλούσαν μετά την εισβολή.
«Όσες από αυτές τις γυναίκες επέζησαν, κουβαλώντας αυτόν τον εφιάλτη του 1974, ήρθαν αντιμέτωπες και με μία δεύτερη κόλαση. Τη κόλαση του κοινωνικού αποκλεισμού, της εγκατάλειψης, και του ιδιότυπου ρατσισμού». Σε αυτούς τους λόγους αποδίδεται η απροθυμία αυτών των γυναικών να μιλήσουν ως τώρα και ίσως να μη μιλήσουν ποτέ.
Όπως είπε η κα Αριστοτέλους «η κοινωνία της Κύπρου συμπεριφέρθηκε στα θύματα ως να ήταν μιάσματα. Αποτελούσε ντροπή για την οικογένεια, η ομολογία ότι δικό τους άτομο υπέστη βιασμό».
Πρέπει να σημειωθεί πως και τα ίδια τα θύματα γνώριζαν πολύ καλά πως η ομολογία του βιασμού, «θα τα οδηγούσε σε δεύτερη θυματοποίηση, εξοστρακισμό από το κοινωνικό περιβάλλον και περιθωριοποίηση».
Τις έδειχναν με το δάχτυλο
Η Άννα Αριστοτέλους, ανέφερε πως οι γυναίκες που ήταν γνωστό πως υπέστησαν βιασμό, ήταν οι «ατιμασμένες, οι παρακατιανές του χωριού και οι δαχτυλοδειχτούμενες, ώς και να έφταιγαν γιατί βίωσαν αυτό το έγκλημα, με θύματα τις ίδιες».
Η παραδοχή του βιασμού είχε άμεσες επιπτώσεις για κάποιες γυναίκες, καθώς «εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους, τους αρραβωνιαστικούς τους, από τις οικογένειες τους, άλλες έφυγαν στο εξωτερικό και άλλες έφυγαν από τη ζωή κουβαλώντας όλο αυτό το βάρος στη ψυχή τους».
Η Άννα Αριστοτέλους σημείωσε πως «πλήρωσαν ένα κόστος που δεν άξιζε σε αυτές τις γυναίκες, καθώς ήταν θύματα εγκλήματος πολέμου και παραβίασης κάθε πτυχής του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου».
Γέννησαν παιδιά Τούρκων
Το Γραφείο της Επιτρόπου Ανθρωπιστικών Θεμάτων, Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων, γνωρίζει περιπτώσεις γυναικών που μέχρι σήμερα δεν έχουν πει σε κανέναν στην οικογένεια τους ότι είχαν πέσει θύματα βιασμού, από Τούρκους το 1974. Αριθμός γυναικών που είχαν βιαστεί, είχαν καταστεί έγκυες και προέβησαν σε αποβολές. Οι εγκυμοσύνες αυτές, είχαν επιδιωχθεί από τους Τούρκους, ως εργαλείο πολέμου, για να προκαλέσουν ταπείνωση και να δημιουργήσουν κλίμα τρομοκρατίας και κοινωνικού διχασμού.
Η Άννα Αριστοτέλους, αποκάλυψε πως υπάρχουν θύματα βιασμού, που τελικώς για διάφορους λόγους, έφεραν στον κόσμο παιδιά από τέτοιες ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες που προέκυψαν από βιασμούς. Το Γραφείο Ανθρωπιστικών θεμάτων είναι πάντα στη διάθεση αυτών των γυναικών για να τις βοηθήσει, έστω και μετά από 50 χρόνια και όπως ανέφερε η επικεφαλής, «όσες γυναίκες νιώσουν την ανάγκη να μιλήσουν έστω και τώρα η πόρτα είναι ανοικτή για να ζητήσουν βοήθεια».
Ο πεθερός κράτησε το μυστικό
Η Άννα Αριστοτέλους αναφέρθηκε σε μία περίπτωση που ήρθε σε γνώση της ίδιας και αφορά μια γυναίκα που υπέστη βιασμό και από τον φόβο του αποκλεισμού, δεν το έχει αναφέρει μέχρι σήμερα ούτε στον σύζυγο ούτε στα παιδιά της. Ωστόσο το γνωρίζει ο πεθερός της και για 50 χρόνια την βοήθησε, δεν μίλησε ποτέ και την στήριξε αθόρυβα.
Το κράτος μόλις το 2015, δηλαδή 41 χρόνια μετά την εισβολή, αναγνώρισε αυτές τις γυναίκες ως παθούσες και τους παραχώρησε ένα επίδομα, ενώ όσες επιθυμούν λαμβάνουν ψυχολογική στήριξη.