Αλεξάνδρα Γκίτση-euro2day.gr
Η άλλοτε πρωταθλήτρια Ελλάδα στην παραγωγή ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, δηλαδή τσιπούρας και λαβρακιού, έχει απεμπολήσει προ πολλού τον τίτλο αυτό.
Οι Τούρκοι έχουν καταφέρει όχι μόνο να πάρουν κεφάλι σε επίπεδο παραγωγής -σ.σ. η παραγωγή τους είναι υπερδιπλάσια πλέον από αυτή της Ελλάδας, αγγίζοντας τους 280.000 τόνους-, αλλά και να χρησιμοποιήσουν τα δίκτυα των Ελλήνων «ψαράδων» για να αποκτήσουν εύκολη πρόσβαση στα τελικά σημεία πώλησης της Ευρώπης.
Αυτό φυσικά δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Η άνοδος της τουρκικής παραγωγής, από τη μια, και τα σοβαρά προβλήματα των ελληνικών εταιρειών, από την άλλη, έχουν οδηγήσει την τελευταία δεκαετία στη δημιουργία μιας παράλληλης αγοράς, μέσα στην ελληνική, με στόχο την πρόσβαση στους βασικούς πελάτες της Ελλάδας σε Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία και Γαλλία.
Σύμφωνα με την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), το 2022 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) εισήχθησαν 12.614 τόνοι νωπών ψαριών (8.524 τόνοι τσιπούρας και 4.089 τόνοι λαβρακιού) όπου εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια, σχεδόν στο σύνολό τους, επαναπροωθήθηκαν (ως τουρκικό ψάρι) σε άλλες χώρες της ΕΕ-27.
Ποσότητες που έχουν αυξηθεί έτι περαιτέρω την τελευταία διετία. Στελέχη του κλάδου που μίλησαν στο Euro2day.gr αναφέρουν πως στο τέλος του 2023 τα τουρκικά ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αντιπροσώπευαν το 12-13% του συνολικού όγκου που κατευθύνθηκε από την Ελλάδα προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Το ποσοστό αυτό εκτιμάται ότι θα φτάσει και πιθανότατα θα ξεπεράσει στο τέλος της φετινής χρονιάς το 20%.
Σε αυτή την ανοδική πορεία, σημαντικό ρόλο έχουν διαδραματίσει τα σοβαρά προβλήματα των ελληνικών εταιρειών και δη της Avramar, αλλά και η δραστηριοποίηση εμπορικών εταιρειών τουρκικών συμφερόντων με έδρα την Ελλάδα.
Ο λόγος κυρίως για την DALGA Seafood που μετρά 9 χρόνια παρουσίας στη χώρα και δευτερευόντως για τη SURSAN Hellas, που ιδρύθηκε μόλις το περασμένο φθινόπωρο.
Η DALGA Seafood, που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 2015 με μετοχικό κεφάλαιο 2.400 ευρώ, αντιπροσωπεύει στην Ευρώπη την Gümüşdoğa A.Ş., μια από τις μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες στον τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας.
Σε αυτά τα 9 χρόνια παρουσίας της στην Ελλάδα έχει καταφέρει να εξαγάγει 20.000 τόνους φρέσκα και κατεψυγμένα λαβράκια, τσιπούρες, πέστροφες και κρανιούς σε χονδρεμπόρους, λιανεμπόρους και αλυσίδες super market σε περισσότερες από 15 χώρες σε όλη την Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Αυστρία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Λετονία κ.λπ.).
Με αποτέλεσμα, το 2022 (τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός), η εταιρεία η οποία έχει στελεχωθεί με υπαλλήλους από εταιρείες όπως οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες και η Avramar, να πραγματοποιήσει πωλήσεις άνω των 108 εκατ. ευρώ από 80 εκατ. ευρώ το 2021 και να διπλασιάσει τα καθαρά της κέρδη στα 2,054 εκατ. ευρώ.
Η SURSAN Hellas, η έτερη τουρκικών συμφερόντων εταιρεία που έχει έδρα στην Ελλάδα, ιδρύθηκε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο και συνέπεσε χρονικά με το πρόβλημα της Avramar να έχει πάρει διαστάσεις. Βασικός και μοναδικός μέτοχος της SURSAN Hellas, που ιδρύθηκε με μετοχικό κεφάλαιο 25.000 ευρώ, είναι η SURSAN SuUrunleri Sanayi Ve Ticaret Anonim Sirketi, που δραστηριοποιείται, όπως λέει στον ιστότοπό της, πάνω από 40 έτη στην υδατοκαλλιέργεια, παράγοντας λαβράκι και τσιπούρα. Η ελληνική θυγατρική έχει στελεχωθεί και από πρώην υπαλλήλους της Avramar.
Σε ό,τι αφορά την Avramar, το σχέδιο διάσωσής της έχει μπει στην τελική ευθεία. Μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση στο Euro2day.gr, οι τράπεζες και η Deloitte θα καταλήξουν με ποιους από τους τέσσερις επενδυτές, μεταξύ των οποίων βρίσκεται μια εταιρεία τουρκικών συμφερόντων, ένα fund από τα ΗΑΕ, ένα fund από την Ισπανία και ένα fund από την Ιρλανδία, θα πάνε σε αποκλειστικές διαπραγματεύσεις προκειμένου να αναδειχθεί ο προτιμητέος επενδυτής.
Ο στόχος των τραπεζών είναι το πρόβλημα της Avramar να έχει διευθετηθεί μέσα στον Σεπτέμβριο. Στόχος που θεωρείται ιδιαίτερα φιλόδοξος από στελέχη της αγοράς, που τονίζουν ότι η Avramar αποτελεί «συστημικό κίνδυνο».