«Δεν φεύγω. Ότι και να κάνεις θα βρίσκομαι κοντά σου. Θα σε ακολουθώ όπου και αν πας»
Η 28χρονη Ευγενία, που τον Σεπτέμβριο του 1959 σκότωσε μέσα στο κρεοπωλείο του στην Κυψέλη, τον φίλο της και στη συνέχεια προσπάθησε να αυτοκτονήσει, δήλωσε στο δικαστήριο πως «την ώρα που κρατούσα το μαχαίρι, αγωνιζόμενη κατ’ αυτού που με κτυπούσε με ένα ρόπαλο, εκείνος έπεσε πάνω μου και η αιχμή τον βρήκε στο λαιμό».
Σε ένα σπίτι στην οδό Σικίνου 38 έμενε η 28χρονη Ευγενία με τα αδέλφια της. Προκειμένου να συμπληρώνει το εισόδημά της εργαζόταν ως καθαρίστρια στον κινηματογράφο “Άντζελα” στην Πατησίων. Εκείνη την χρονιά άνοιξε στην γειτονιά ένα κρεοπωλείο. Ιδιοκτήτης ήταν ο 29χρονος Σωκράτης.
Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Ή τουλάχιστον αυτό πίστευε το μελαχρινό κορίτσι. Άρχισαν να μένουν μαζί και η Ευγενία πίστευε πλέον ότι σύντομα η σχέση τους θα επισημοποιούνταν.
Ο Σωκράτης από την άλλη, δεν βάραινε το κεφάλι του με τέτοιες σκέψεις, αφού -όπως έλεγε σε φίλους του- ήταν μια εφήμερη σχέση. Είχε σκοπό να βρει μια φιλενάδα που θα του ταίριαζε περισσότερο, γιατί η Ευγενία ήταν κοντή, ενώ εκείνος δύο μέτρα παλικάρι.
“Η φιλενάδα του δεν ήταν καν νόστιμη, μόλις ανεκτή, ενώ αυτός ήταν ένας συμπαθέστατος άνδρας” φέρεται να έλεγε στις παρέες του, ακόμη και μπροστά στην Ευγενία, που γελούσε για να δείξει πως δεν τον παίρνει στα σοβαρά.
Μέσα της όμως κάτι την κατέτρωγε. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Σωκράτης την είχε βαρεθεί και δεν αργούσε η ώρα που θα την έδιωχνε. “Δεν θα τον αφήσω να φύγει, Δεν θα μου τον πάρει καμία άλλη τόσο εύκολα Θα παλέψω να τον κρατήσω και θα τον κρατήσω” έλεγε στις παρέες της, που προσπαθούσαν να την νουθετήσουν, λέγοντάς της να φερθεί λογικά αν της ζητήσει να χωρίσουν.
Αυτό που φοβόταν η Ευγενία δεν άργησε να γίνει. Ο Σωκράτης της ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Δεν έβγαιναν μαζί έξω και όποτε η Ευγενία του πρότεινε να πάνε κάποιο περίπατο εκείνος έβρισκε συνεχώς προφάσεις για να την αποφύγει. Η Ευγενία δεν το έβαζε κάτω. Εξάλλου το είχε πει και τους φίλους της, ότι θα παλέψει για να κρατήσει τον Σωκράτη. Όμως η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο.
Η φορτικότητα και η επιμονή της ήταν τέτοια, που ανάγκασαν τον Σωκράτη να απευθυνθεί στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Μάλιστα, ο διοικητής θα τη ζητήσει πολλές φορές να σταματήσει να τον παρενοχλεί.
“Με γέλασε, μου υποσχέθηκε πως θα με κάνει γυναίκα του και με αυτή την υπόσχεση με κράτησε τόσο καιρό κοντά του και τώρα με διώχνει. Όχι δεν θα φύγω και σε εκατό αστυνομίες να πάει. Εγώ όσο ζω θα τον κυνηγώ, Δεν θα τον αφήσω σε χλωρό κλαρί. Θα τον μάθω να μην ξεγελάει τα κορίτσια του κόσμου”, επέμενε η Ευγενία, με τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος να σηκώνει ψηλά τα χέρια, αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, πέρα από συστάσεις.
Η Ευγενία θα συνεχίσει να πηγαίνει στο κρεοπωλείο και όποτε έβρισκε μόνο τον Σωκράτη, λογομαχούσε μαζί του. “Δεν με παντρεύεσαι, αλλά με γλέντησες τόσο καιρό και τώρα με πετάς στους πέντε δρόμους”, του φώναζε κι εκείνος της ζητούσε να φύγει.
“Δεν φεύγω. Ότι και να κάνεις θα βρίσκομαι κοντά σου. Θα σε ακολουθώ όπου και αν πας” του απαντούσε. Και το έκανε πράξη, αφού την δουλειά στον κινηματογράφο και έπιασε δουλειά σε ένα καθαριστήριο, απέναντι από το κρεοπωλείο.
Είχε βάλει στόχο να βρει ποια είναι η αντίζηλος, που της πήρε την θέση. Ο Σωκράτης μόλις την είδε στο απέναντι μαγαζί, ταράχτηκε. Ήξερε τι τον περιμένει και δεν διαψεύστηκε, αφού κάθε φορά που η Ευγενία είχε διάλειμμα, πήγαινε στο κρεοπωλείο και άρχιζαν τον καβγά. Πλέον ολόκληρη η γειτονιά απολάμβανε το καθημερινό σίριαλ, με την Ευγενία να εξιστορεί παντού τα όσα συνέβησαν μεταξύ τους.
Ένα πρωινό η Ευγενία θα λάβει κακά μαντάτα, αφού η ιδιοκτήτρια του καθαριστηρίου θα της δείξει την πόρτα της εξόδου, καθώς το καθαριστήριο δεν είχε αρκετή δουλειά. Αυτή η εξέλιξη έδωσε την “χαριστική βολή”, στο ταραγμένο μυαλό της Ευγενίας, που βρέθηκε χωρίς δουλειά και μακριά από τον Σωκράτη. Κατευθύνθηκε προς το ΙΚΑ για να γνωστοποιήσει την ανεργία της και περίπου στις 11.30 το πρωί κατευθύνθηκε στο κρεοπωλείο.
Βρήκε και τον Σωκράτη και συνέχισε το ίδιο τροπάρι, ζητώντας του να επισημοποιήσουν τη σχέση τους ή έστω να την δεχτεί πίσω. Εκείνος αρνείται κατηγορηματικά.
“Φύγε και μην με ξαναενοχλήσεις. Την επόμενη φορά θα σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές” της φώναξε, προσπαθώντας να την βγάλει έξω από το κρεοπωλείο. Η Ευγενία θολωμένη άρπαξα ένα μαχαίρι που βρήκε στον πάγκο και τον χτύπησε στο λαιμό. Ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε από τον λαιμό του Σωκράτη, που με όση δύναμη είχε έτρεξε μέχρι το παντοπωλείο απέναντι για να ζητήσει βοήθεια.
Εκείνη πίσω του φώναζε: “Σωκράτη μου, Σωκράτη μου τι σου έκανα, δεν το ήθελα… Στα νεύρα μου επάνω σε χτύπησα, συγχώρησέ με…» φώναζε, κλαίγοντας πάνω από τον πεσμένο στο έδαφος άνδρα, στο κέντρο της Κυψέλης.
Τον σκούντησε, του μίλησε κι εκείνος έμενε ακίνητος. Ήταν νεκρός. Η Ευγενία σηκώθηκε γρήγορα, έτρεξε μέσα στο κρεοπωλείο, πήρε το ίδιο μαχαίρι και προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Όμως, δεν είχε κουράγιο να το κάνει. Και τα τρία τραύματα που έκανε στον εαυτό της, ήταν επιπόλαια.
“Στο μαγαζί του πήγα για να κουβεντιάσω μαζί του, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου να του κάμω κακό. Αν ήθελα θα τον είχα στραβώσει, όπως κάμνουν τόσες άλλες” είπε στον αστυνόμο που της πήρε κατάθεση στο νοσοκομείο.
Τον Ιανουάριο του 1960 η Ευγενία κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Πειραιά. Αυτόπτες μάρτυρες του εγκλήματος δεν υπήρχαν, αλλά όλη η γειτονιά και πολλοί φίλοι, μπορούσαν να μιλήσουν για την θυελλώδη σχέση του ζευγαριού. Ένας από τους μάρτυρες θα πει στο δικαστήριο ότι ο Σωκράτης φερόταν άσχημα στην Ευγενία, επειδή εκείνη ζητούσε αποκατάσταση, ενώ ένας δεύτερος θα καταθέσει ότι η κατηγορουμένη είχε πουλήσει ένα μικρό ακίνητο που είχε, για να του δώσει χρήματα για ανακαίνιση.
“Όταν μπήκα στο μαγαζί του, για να του ζητήσω εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του, εκείνος με χτύπησε. Άρπαξα ένα μαχαίρι από τον πάγκο του κρεοπωλείου. Το κρατούσα από τη λαβή και ακούμπησα τον αγκώνα μου στο “κούτσουρο” πάνω στο οποίο κόβουν τα κρέατα. Τότε εκείνος όρμησε επάνω μου, με αγκάλιασε και με έσυρε έξω από το κρεοπωλείο με αποτέλεσμα να τραυματιστεί” είπε στην απολογία της η Ευγενία, με τον εισαγγελέα να ζητά λίγο αργότερα την ενοχή της για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Όμως οι ένορκοι, με την ετυμηγορία τους την απάλλαξαν και το δικαστήριο μετά από σχετική εισαγγελική πρόταση κήρυξε την ετυμηγορία των ενόρκων πεπλανημένη. Η δίκη επαναλήφθηκε, λίγους μήνες αργότερα, και η 28χρονη κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ενώ καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών και 1 μηνός.