Δεκαοκτώ μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης για την προμήθεια σύγχρονων τορπιλών μάχης βαρέος τύπου, όλες οι ενδείξεις συντείνουν ότι θα συνεχίσουν να παραμένουν «άπιαστο όνειρο» για το Πολεμικό Ναυτικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των υποβρυχίων μας και γενικότερα την εθνική αποτρεπτική ικανότητα.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: NEWSBREAK
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», η ανάδοχος ATLAS Elektronik GmbH απέστειλε πρόσφατα στην ελληνική πλευρά επιστολή με την οποία αιτείται τη χορήγηση παράτασης στις παραδόσεις των τορπιλών και τα ορόσημα (milestones) της σύμβασης 014B/21 («Αναβάθμιση Τορπιλικού Δυναμικού του ΠΝ – Προμήθεια και εν Συνεχεία Υποστήριξη [ΕΣΥ] Τορπιλών Ελληνικών Υποβρυχίων»). Συγκεκριμένα, η γερμανική εταιρία αιτείται παράταση έξι μηνών για την εκτέλεση των εργοστασιακών δοκιμών αποδοχής και το ίδιο χρονικό διάστημα για την παράδοση της πρώτης μερίδας τορπιλών, επικαλούμενη ως λόγους τη «συνέχιση της πανδημίας Covid» και «τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Έναρξη παραγωγής
Σημείο εξαιρετικού ενδιαφέροντος στην επιστολή είναι ότι ως ημερομηνία έναρξης της παραγωγής αναφέρεται η 1η Ιουλίου 2022, δηλαδή τρεις μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης 014B/2021, στις 31 Μαρτίου 2022. Υπενθυμίζεται ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, δηλαδή τέσσερις μήνες νωρίτερα από την ημερομηνία έναρξης της παραγωγής. Σε ό,τι αφορά τη «πανδημία Covid», θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις 23 Μαρτίου 2023, δηλαδή περίπου πέντε μήνες πριν από την επιστολή της γερμανικής εταιρίας, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας ανακοίνωσε ότι «ο Covid-19 είναι πλέον ένα καθιερωμένο και συνεχιζόμενο ζήτημα υγείας που δεν αποτελεί πλέον διεθνούς ενδιαφέροντος έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία».
Στη βάση των ανωτέρω δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που επικαλείται η γερμανική εταιρία. Η κοινή λογική υποδεικνύει ότι όταν λήφθηκε η απόφαση για την έναρξη της παραγωγής την 1η Ιουλίου 2022, δηλαδή τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, θα έπρεπε να είχαν διασφαλιστεί οι αναγκαίες για την παραγωγή πρώτες ύλες, διαφορετικά θα ετίθετο σε σημαντικό κίνδυνο το συμβατικό χρονοδιάγραμμα παραδόσεων των τορπιλών! Επίσης, η κοινή λογική υποδεικνύει ότι ο σχεδιασμός θα έπρεπε να είχε λάβει υπ’ όψιν και την πανδημία Covid. Είναι δε αξιοπερίεργο ότι η επίκληση της πανδημίας γίνεται περίπου πέντε μήνες μετά την ανακοίνωση του Διεθνούς Οργανισμού Υγείας που σαφώς αναφέρει ότι ο Covid δεν αποτελεί έκτακτη ανάγκη.
Πηγές με εμπειρία στην παρακολούθηση εξοπλιστικών προγραμμάτων και βαθιά γνώση των διαδικασιών εκτιμούν ότι λόγω της χρονικής στιγμής που υποβλήθηκε από τη γερμανική εταιρία το αίτημα παράτασης, οι λόγοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσχηματικοί. Μάλιστα, δεν αποκλείουν το αίτημα παράτασης να σχετίζεται με ένα άλλο ζήτημα, το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται σε εκκρεμότητα και το οποίο είχε αποκαλύψει η «δημοκρατία».
Ζητήματα
Πρόκειται για το σχέδιο της περιβόητης «Συμφωνίας συμβιβαστικής διευθέτησης διαφοράς» βάσει της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία (Ε.Δ.) και η εταιρία διευθετούν συναινετικά το σύνολο των διαφορών ή/και ανοικτών ζητημάτων, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενες ότι σχετίζεται και συμπληρώνει τη Συμφωνία Τορπιλών. Μάλιστα, στο σχέδιο της εν λόγω συμφωνίας αναφέρεται ότι εκτός του αυξημένου αριθμού τορπιλών που θα παραδοθούν σύμφωνα με τη Συμφωνία Τορπιλών, η ATLAS θα μεταβιβάσει στην Ε.Δ. επιπλέον υλικά, η αξία των οποίων εκτιμάται σε περίπου 6.000.000 ευρώ. Όμως, προϋπόθεση για να αποκτήσει ισχύ η συμφωνία συμβιβασμού είναι η κύρωσή της με νόμο από τη Βουλή των Ελλήνων, που μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί για άγνωστους λόγους.
Αν η ανωτέρω εκτίμηση επιβεβαιωθεί, τότε για άλλη μία φορά το Πολεμικό Ναυτικό και οι φορολογούμενοι βρίσκονται ενώπιον σοβαρότατης επιπλοκής, καθώς ήδη υπάρχει καθυστέρηση τριών μηνών στις παραδόσεις των τορπιλών, που έπρεπε να αρχίσουν τον Ιούνιο του 2023. Ας σημειωθεί επίσης, ότι, σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση που συνόδευε την κατάθεση του σχεδίου του Νόμου 4891, το χρονοδιάγραμμα πληρωμών του προγράμματος προέβλεπε την καταβολή 33.600.000 ευρώ το 2023, μηδέν ευρώ το 2024, 29.200.000 ευρώ το 2024, 34.300.000 ευρώ το 2025 και 14.900.000 ευρώ το 2026. Δηλαδή μέχρι σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο έχει καταβάλλει στη γερμανική εταιρία 33.600.000 ευρώ, χωρίς να λάβει χώρα η παράδοση τορπιλών.
Όμως η μη έγκαιρη παράδοση των τορπιλών επιφέρει και μείωση στην επιχειρησιακή αξία των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή προκαλεί ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, η οποία και πρέπει να αποτιμηθεί. Επίσης ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο επιφέρει και η μη απαίτηση επιστροφής των κερδών που αποκομίζει η γερμανική εταιρία από τη διαχείριση των 33.600.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα μεταξύ συμβατικού και πραγματικού χρόνου παράδοσης των τορπιλών.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που το Ελληνικό Δημόσιο σε μία -όχι και τόσο σπάνια για εξοπλιστικά προγράμματα- κρίση γενναιοδωρίας του, αποδεχθεί το γερμανικό αίτημα για εξάμηνη παράταση, απαιτείται τροποποίηση του Νόμου 4891/2022 και της υπογραφείσας από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Νικόλαο Παναγιωτόπουλο αρχικής εντολής προμήθειας. Σε κάθε περίπτωση, ελπίζουμε ότι το αίτημα για παράταση στις παραδόσεις των νέων τορπιλών δεν επηρεάζει τουλάχιστον την υλοποίηση της αναβάθμισης αριθμού υφιστάμενων τορπιλών SUT σε διαμόρφωση Sea Devil. Εάν, φυσικά, η αναβάθμισή τους δεν αφαιρέθηκε από την αρχική εντολή προμήθειας.
Η συμφωνία με τίμημα 105.500.000 ευρώ
Την Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022 υπεγράφη η σύμβαση 014B/2021 για την προμήθεια 44 σύγχρονων τορπιλών μάχης βαρέος τύπου SeaHake Mod 4 για τα τέσσερα νέα υποβρύχια Type 214 και το εκσυγχρονισμένο τύπου ΩΚΕΑΝΟΣ, την εν συνεχεία υποστήριξη και την προμήθεια συναφών ειδών και υπηρεσιών.
Το συνολικό πληρωτέο τίμημα στον ανάδοχο ανέρχεται σε 105.500.000 ευρώ χωρίς παρακρατήσεις και επιβαρύνσεις. Της υπογραφής είχε προηγηθεί η κύρωση του σχεδίου της σύμβασης από τη Βουλή των Ελλήνων με τον Νόμο 4891 της 18ης Φεβρουαρίου 2022 «για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας» (Κεφάλαιο Β, άρθρο πέμπτο, παράγραφος 1).
Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του προαναφερθέντος νόμου, και την οποία προφανώς έλαβαν υπόψη οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού προκειμένου να διαμορφώσουν την ψήφο τους, και συγκεκριμένα στη σελίδα 29 του εγγράφου 1186517 που είχε αναρτηθεί στον δικτυακό τόπο της Βουλής των Ελλήνων, ρητά αναφέρεται:
«Το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων προβλέπει ότι οι πρώτες Τ/Λ θα έχουν παραδοθεί δεκαπέντε (15) μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης και θα είναι πλήρως επιχειρησιακές στο σύνολο των νέων Υ/Β σε λιγότερο από δύο (2) χρόνια, γεγονός που θεωρείται πολύ σημαντικό επιχειρησιακά. Επιπρόσθετα, το όλο πρόγραμμα θα έχει ολοκληρωθεί αρκετά νωρίτερα των αρχικώς εκτιμωμένων τεσσάρων (4) ετών».