Η «παγίδα» και η ευκαιρία
Κώστας Μαυρίδης
Απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό δεκαετιών, η Αθήνα ακολούθησε κατευναστική πολιτική -με την Λευκωσία αναπόφευκτα να ακολουθεί- και τις εγχώριες ελίτ να προτάσσουν εμμονικά το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος».
Έτσι, από τις παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου, υπερπτήσεις ελληνικών νησιών, συρρίκνωση κυριαρχικών δικαιωμάτων με απειλή κήρυξης πολέμου, φτάσαμε στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών και τελευταία στο «Τουρκολυβικό Μνημόνιο» που ακρωτηριάζει κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας-Κύπρου και αποκόπτει την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Κύπρο.
Τα τελευταία χρόνια τεκμηριώνουμε φορτικά μια πρωτοφανή ευνοϊκή συγκυρία για Αθήνα-Λευκωσία. Το 2020, όταν ο έξαλλος Ερντογάν απαιτούσε το μισό Αιγαίο, η Αθήνα αντιμετώπισε ορθολογικά τον τουρκικό επεκτατισμό με πανεθνική στρατηγική ετοιμότητας: Κατακόρυφη ενίσχυση της αμυντικής ισχύος και διπλωματικής αντεπίθεσης σε ΕΕ, δύση και διεθνώς.
Εκείνη η αποφασιστική στάση απέτρεψε την πολεμική επιλογή για την Τουρκία κι ανέδειξε τις τουρκικές παρανομίες, δημιουργώντας ταυτοχρόνως μια ευνοϊκή συγκυρία για τα εθνικά θέματα. Η αυταρχικότητα του τουρκικού καθεστώτος εντός με προβληματική οικονομία και γεωπολιτικά αδιέξοδα εκτός, κατέστησαν αναγκαία την αναζήτηση προσωρινού «διεξόδου» από τον Ερντογάν. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων, η Τουρκία καίγεται για αναβάθμιση των εμπορικών της σχέσεων μέσω της Τελωνειακής Ένωσης που ισχυρά κράτη-μέλη της ΕΕ ευνοούν. Αυτή είναι η ευκαιρία για Αθήνα-Λευκωσία να πρωτοστατήσουν στην επαναδιαμόρφωση των ευρωτουρκικών σχέσεων ώστε οι παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις και «κεκτημένα» του τουρκικού επεκτατισμού να ανατραπούν, αντί να εδραιωθούν μέσω ενός διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας επί «διμερών διαφορών».
Την «παγίδα» και την ευκαιρία που για χρόνια τεκμηριώνουμε, επιβεβαίωσε με πρόσφατο άρθρο του ο Γιάννης Βαληνάκης, καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, επισημαίνοντας ότι: Οι διμερείς διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Τουρκίας είναι εκείνο που η Τουρκία σαφώς προτιμά κι όπου μπορεί να ξεδιπλώνει τις πολλές αναθεωρητικές της διεκδικήσεις απέναντι στην Αθήνα που αμύνεται, ελπίζοντας ότι αυτές με κάποιο μαγικό τρόπο θα εξαφανιστούν. Έτσι, «χωρίς παρεμβάσεις τρίτων», ακυρώνονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει η Ελλάδα από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και τη δυτική στήριξη (Κογκρέσο ΗΠΑ), ενώ η Τουρκία καίγεται για αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης με την ΕΕ. Εξού, το πραγματικό δίλημμα δεν είναι (ο οποιοσδήποτε) «διάλογος ή πόλεμος», αλλά η επιλογή της διαδικασίας που μεγιστοποιεί τα εθνικά οφέλη.
Ενώπιον μιας πρωτοφανούς ευνοϊκής συγκυρίας, η Αθήνα επιλέγει «διμερή διαπραγμάτευση» με «θετικό κλίμα», ενώ το ευρωπαϊκό πλαίσιο με κοινό μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου απέναντι στις τουρκικές παρανομίες παραμερίζεται και το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο» εδραιώνεται μαζί με τόσα άλλα. Στο ίδιο «θετικό κλίμα», ο αρμόδιος Επίτροπος της ΕΕ ευρισκόμενος στην Άγκυρα επανεκκινούσε διάλογο για αναβάθμιση των εμπορικών σχέσεων με την Τουρκία σε «τεχνικό επίπεδο», προετοιμάζοντας την απαιτούμενη ομόφωνη απόφαση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Την έναρξη διαπραγματεύσεων για αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, χωρίς εκπλήρωση των ευρωπαϊκών νομικών υποχρεώσεων της Τουρκίας από την υφιστάμενη Τελωνειακή Ένωση προς την Κυπριακή Δημοκρατία που εκκρεμούν από το 2005, πρότεινε και το Ευρωκοινοβούλιο στην πρόσφατη έκθεσή του. Η εκκωφαντική «σιωπή» Αθήνας-Λευκωσίας σημαίνει πολλά.
*Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο