Δεν έχουν τέλος οι αποκαλύψεις για τις λεπτομέρειες της εν ψυχρώ δολοφονία της 42χρονης γυναίκας από τον 38χρονο αστυνομικό – πρώην σύζυγό της, που σημειώθηκε το πρωί της Τρίτης, στην περιοχή της Καλαμαριάς, στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης περίμενε να μπουν στο σχολικό λεωφορείο τα δύο ανήλικα παιδιά τους και στη συνέχεια έφτασε έως τον 6ο όροφο της πολυκατοικίας, έξω από το διαμέρισμα της άτυχης γυναίκας, επί της οδού Κομνηνών. Μόλις η 42χρονη άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε τον πρώην σύζυγό της με την καραμπίνα στα χέρια, ενώ δευτερόλεπτα αργότερα την πυροβόλησε και ύστερα έβαλε τέλος στη ζωή του με μια βολή στο κεφάλι. Η άτυχη γυναίκα δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ενώ ο θάνατος της ήταν ακαριαίος.
Οι γείτονες ειδοποίησαν γρήγορα την Άμεση Δράση αναφέροντας ότι άκουσαν οι πυροβολισμούς, ωστόσο όταν οι διασώστες και οι αστυνομικοί έφτασαν επί τόπου η 42χρονη είχε καταλήξει και τα δύο άψυχα σώματα ήταν σε “λίμνη” αίματος, στον κοινόχρηστο διάδρομο της πολυκατοικίας.
Αυτο που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με οικογενειακό φίλο του δράστη, ο 38χρονος αστυνομικός είχε αποκαλύψει πως ήθελε να σκοτώσει την πρώην σύζυγό του καθώς δε μπορούσε να αντέξει τον χωρισμό τους.
Όπως ανέφερε ο φίλος της οικογένειας, η 42χρονη είχε αποφασίσει να χωρίσουν οι δρόμοι τους και πριν από λίγους μήνες είχαν πάρει συναινετικό διαζύγιο, ενώ ο 38χρονος είχε τακτικά επαφή με τα δυο παιδιά του.
Ωστόσο, ο αστυνομικός δήλωνε στο περιβάλλον του πως επιθυμούσε διακαώς την επανασύνδεση με την πρώην σύζυγό του, κάτι που εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε. Ο δράστης δήλωνε σε στενούς του ανθρώπους πως αγαπάει υπερβολικά την 42χρονη και πως δεν άντεχε την απόρριψη. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να γνωστοποιησει στην οικογένειά του πως ήθελε να σκοτώσει την μητέρα των παιδιών του. “Στον πατέρα του έλεγε “εγώ θα την σκοτώσω”, είχε φτάσει σε μια απόγνωση το παιδί, την αγαπούσε και ήταν τρελά ερωτευμένος. Δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα. Εμείς του λέγαμε να κάνει τη ζωή του”, ανέφερε ο φίλος της οικογένειας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά τον χωρισμό τους, η 42χρονη είχε καταγγείλει τον πρώην σύζυγό της για κλοπή ενός μενταγιόν ιδιαίτερης αξίας και του διαβατηρίου της, ωστόσο αργότερα απέσυρε την καταγγελία που είχε κάνει στην αστυνομία.
Το 42χρονο θύμα ήταν μια γυναίκα ανεξάρτητη και με οικονομική επιφάνεια, ενώ προερχόταν από οικογένεια επιχειρηματιών. Για αυτόν τον λόγο δεν απαίτησε ούτε καν διατροφή από τον πρώην σύντροφό της μετά την έκδοση του διαζυγίου, ενώ δεν ήθελε να έχει προσωπικές επαφές μαζί του.
Ο 38χρονος αστυνομικός μετά τον χωρισμό τους επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και ζούσε με τους γονείς του, ενώ προσπαθούσε συχνά να πείσει την 42χρονη για να ξαναφτιάξουν τη σχέση τους.
Σύμφωνα με πηγές της Ελληνικής Αστυνομίας, το ζευγάρι δεν είχε απασχολήσει καμία αστυνομική υπηρεσία για ενδοοικογενειακό πρόβλημα, ούτε υπήρχε κάποια καταγγελία από την πλευρά της γυναίκας για απειλές ή βίαιη συμπεριφορά.
Το 2023, το ζευγάρι χώρισε με συναινετικό διαζύγιο, με το οποίο ρυθμίστηκαν οι μέρες και ώρες που θα βλέπει τα παιδιά.
Ο αστυνομικός Λ. Μ. υπηρετούσε στο τμήμα της Υ.Τ.Ε.Β.Ε. (Υποδιεύθυνση Τεχνικών Εφαρμογών Βορείου Ελλάδος), ενώ του είχε αφαιρεθεί το υπηρεσιακό όπλο. Η τοποθέτησή του σε υπηρεσία γραφείου οφείλεται σε πρόβλημα τενοντίτιδας που αντιμετώπιζε.
Η καραμπίνα (κυνηγετικό όπλο) με την οποία τελέστηκαν το έγκλημα και η αυτοκτονία βρισκόταν νομίμως στην κατοχή του αστυνομικού.
Τα παιδιά την ώρα του φονικού, περίπου στις 08.15, βρίσκονταν στο σχολείο και δεν γνώριζαν ότι οι γονείς τους ήταν νεκροί. Ειδικοί ψυχολόγοι της Ελληνικής Αστυνομίας μετέβησαν από την πρώτη στιγμή στο σχολείο που φοιτούν τα δύο ανήλικα παιδιά για να αναλάβουν τη στήριξή τους.