Η ακρίβεια παραμένει το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες την τελευταία διετία, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει το φαινόμενο.
Παράγοντες της αγοράς δεν κρύβουν τους φόβους τους ότι από τον Σεπτέμβριο και με δεδομένη τη συνεχή αύξηση των τιμών των τροφίμων και των πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές θα υπάρξουν και νέες ανατιμήσεις σε βασικά προϊόντα.
Ηδη η τιμή της ζάχαρης ανατιμήθηκε την τελευταία διετία κατά 64%, του ελαιολάδου κατά 51%, ενώ σε άλευρα, δημητριακά και αρτοσκευάσματα οι αυξήσεις ξεπέρασαν το 30% από το 2021 έως σήμερα. Η κατάσταση αυτή έχει αναγκάσει τους καταναλωτές όχι μόνο να περιορίζουν τις αγορές τους εδώ και μήνες, αλλά και να στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα, είτε αυτά είναι σε προσφορά είτε ιδιωτικής ετικέτας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Nielsen IQ, στα οποία πλέον συμπεριλαμβάνονται τα πραγματικά δεδομένα από το discount κανάλι, η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων κινήθηκε θετικά σε αξία κατά 8,7% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο.
Η τάση αυτή οδηγείται κυρίως από τα τρόφιμα, τόσο τα φρέσκα (+9,2%) όσο και τα τυποποιημένα (+9,4%), με τα bazaar προϊόντα να εμφανίζουν την πιο μετριοπαθή ανάπτυξη, στο +2,7%, ενώ την ίδια στιγμή οι μεγάλες κατηγορίες FMCG της οικιακής χρήσης, καθώς και της προσωπικής φροντίδας παρουσιάζουν σημαντική αύξηση πωλήσεων σε αξία, στο +10,6% και +7,8% αντίστοιχα, λόγω των αυξημένων τιμών. Ωστόσο, εξετάζοντας τις πωλήσεις σε όγκο για το σύνολο έως και την 18η Ιουνίου 2023, προκύπτει μείωση κατά 2,5%, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη της αγοράς είναι καθαρά πληθωριστική, με την κατανάλωση να περιορίζεται.
Μάλιστα, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι οι καταναλωτές, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις δαπάνες τους ανά επίσκεψη στο σουπερμάρκετ, συνεχίζουν να δείχνουν αυξανόμενη προτίμηση στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Αυτά, παρότι έχουν αυξήσει σημαντικά τη μέση τιμή πώλησής τους, συνεχίζουν να είναι η πιο φθηνή εναλλακτική στην πλειονότητα των κατηγοριών, έχοντας πλέον φτάσει σε μερίδιο αγοράς το 1/4 της συνολικής.