Τι αποζητά από την Κίνα ο Ερντογάν
Του Κώστα Ράπτη
Η επίσκεψη την οποία πραγματοποίησε ο Ουάνγκ Γι στην Άγκυρα ήταν η σημαντικότερη από το 2021, οπότε ο ίδιος πάλι είχε βρεθεί στην Τουρκία, σε ανταπόδοση του ταξιδιού του Ταγίπ Ερντογάν το 2019 στην Κίνα.
Η τύχη το θέλησε ο Ουανγκ Γι να βρίσκεται ούτως ή άλλως στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, καθώς στις αρχές της εβδομάδας έγινε γνωστή η επάνοδός του στην θέση του υπουργού Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας, την οποία είχε εγκαταλείψει τον περασμένο Δεκέμβριο, καθώς ο διάδοχός του Τσιν Γκανγκ καθαιρέθηκε εν μέσω πυκνού μυστηρίου.
Ούτως ή άλλως, ως επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικής πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Ουανγκ παρέμενε ο πραγματικός ιθύνων νους της κινεζικής διπλωματίας και ήταν αυτός που εκπροσώπησε τη χώρα του κατά την περίοδο “εξαφάνισης” του Τσιν (από τις 25 Ιουνίου και εξής) σε σημαντικές αποστολές όπως η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της ASEAN και η συνάντηση των BRICS σε επίπεδο συμβούλων εθνικής ασφαλείας.
Κατά την παραμονή του χθες Τετάρτη στην Άγκυρα ο Ουανγκ συναντήθηκε όχι μόνο με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν, αλλά και με τον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να εγκαινιασθούν οι συνεδριάσεις της Ομάδας Εργασίας Υψηλού Επιπέδου, η οποία ιδρύθηκε με τη φιλοδοξία της εναρμόνισης του κινεζικού νέου Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road Initiative) με την τουρκικής εμπνεύσεως σχέδιο του Μεσαίου Διαδρόμου.
Τις συζητήσεις του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών με τους Τούρκους οικοδεσπότες του απασχόλησαν διεθνή και διμερή θέματα, με έμφαση στις δυνατότητες συνεργασίας στους τομείς της πυρηνικής ενέργειας, της αγροτικής παραγωγής, της πολιτικής αεροπορίας, του πολιτισμού και του τουρισμού.
Είναι προφανές ότι η γειτονική χώρα επείγεται να εξεύρει επενδυτικές και εμπορικές διεξόδους στα οικονομικά της προβλήματα. Εξ ού και σε πολιτικό επίπεδο φροντίζει να μην ακολουθεί την όλο και πιο συγκρουσιακή στάση των δυτικών συμμάχων της έναντι της Κίνας.
Πολύ χαρακτηριστικά, μιλώντας στο κλείσιμο της Ατλαντικής Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους της Λιθουανίας στις 12 Ιουλίου, ο Ταγίπ Ερντογάν τόνισε ότι ο πολλαπλασιασμός των ρίσκων ασφαλείας διεθνώς επιβάλλει την προώθηση της συνεργασίας και του πολιτικού διαλόγου με την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, τόσο διμερώς όσο και στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, και μάλιστα χωρίς η ενίσχυση αυτών των δεσμών να νοείται ως στοχοποίηση τρίτης χώρας.
Όλα αυτά στην ίδια σύνοδο της οποίας το τελικό ανακοινωθέν κατονομάζει την Κίνα ως την δύναμη που επιδιώκει την υπονόμευση της βασισμένης σε κανόνες (rules based) διεθνούς τάξης πραγμάτων.
Ωστόσο, παρά την προθυμία της Άγκυρας να κινηθεί με πνεύμα ανεξαρτησίας έναντι των απαιτήσεων του νατοϊκού στρατοπέδου, οι σινο-τουρκικές σχέσεις δεν είναι διόλου απαλαγμένες από καχυποψία. Κυριότερο αγκάθι αποτελεί η ηχηρή στάση καταγγελίας που είχε υιοθετήσει στο πρόσφατο παρελθόν η κυβέρνηση Ερντογάν σε ό,τι αφορά την καταπίεση της τουρκομουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην στρατηγικής σημασίας επαρχία Σιντζιάνγκ της δυτικής Κίνας. Η Άγκυρα διαθέτει βέβαια την ευελιξία να περνά από τις καταγγελίες περί “γενοκτονίας” του 2009 στην υποβάθμιση του θέματος το τελευταίο διάστημα, ενόψει επωφελών συνεργασιών με την Κίνα, και στον περιορισμό της ποιλιτικής δράσης της ουιγουρικής διασποράς στο τουρκικό έδαφος, όπερ και η κύρια βάση της. Όμως το Πεκίνο ασφαλώς δεν ξεχνά ότι η Τουρκία φιλοδοξεί πάντοτε να αναδειχθεί σε παντουρανικό πολιτικό κέντρο.
Περισσότερο άλλωστε και από το συγκεκριμένο ζήτημα των Ουιγούρων, είναι οι γενικότερες τουρκικές βλέψεις στον χώρο της Κεντρικής Ασίας, που καθιστούν την σχέση Πεκίνου-Άγκυρας κατά βάθος ανταγωνιστική. Το ότι η Τουρκία αποζητά τις κινεζικές επενδύσεις και ταυτοχρόνως οραματίζεται να αναδειχθεί (με δυτική ενθάρρυνση) σε εναλλακτικό προς την Κίνα κέντρο μεταποίησης και να σύρει τις μουσουλμανικές κεντρασιατικές δημοκρατίες σε μια τροχιά απεξάρτησης από την Κίνα και την Ρωσία, αποτυπώνει όλη την πολυπλοκότητα της σινο-τουρκικής σχέσης.
Αλλά αυτό το μείγμα συνεργασίας και ανταγωνισμού (με “διαμερισματοποίηση” των αιχμηρών από τα ευνοϊκά κεφάλαια της ατζέντας) είναι ούτως ή άλλως η συνταγή που κυριαρχεί στον χώρο της “ευρασιατικής ολοκλήρωσης”, με πρωταγωνιστές όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, το Ιράν και η Τουρκία.
capital.gr