Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αντιμετωπίζει πλήθος ερευνών σε όλη τη χώρα, τόσο σε πολιτειακό, όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, για ζητήματα που σχετίζονται τόσο με την επιχειρηματική, όσο και με την πολιτική του σταδιοδρομία.
Μεταξύ άλλων, του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε δύο περιπτώσεις: Ομοσπονδιακές ποινικές κατηγορίες, στο πλαίσιο της έρευνας του Ειδικού Εισαγγελέα για τον χειρισμό απόρρητων εγγράφων, όπως και για το εάν και κατά πόσο παρεμπόδισε τις προσπάθειες της κυβέρνησης να τα ανακτήσει, μετά την αποχώρησή του από το ύπατο αξίωμα.
Στην υπόθεση των απόρρητων εγγράφων, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει 37 ποινικές κατηγορίες: 31 που σχετίζονται με την απόκρυψη πληροφοριών εθνικής άμυνας, πέντε που σχετίζονται με την απόκρυψη της κατοχής διαβαθμισμένων εγγράφων και μία κατηγορία που σχετίζεται με ψευδείς δηλώσεις. Σημειωτέον ότι τον περασμένο Απρίλιο, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορήθηκε στο Μανχάταν για 34 κακουργηματικές πράξεις ως προς την εμπλοκή του, σε αυτό που οι εισαγγελείς περιέγραψαν ως «σχέδιο» για τον χρηματισμό προσώπων, ώστε να συγκαλύψει ένα πιθανό σεξουαλικό σκάνδαλο, προκειμένου να ανοίξει τελικά ο δρόμος για την υποψηφιότητά του για την προεδρία των ΗΠΑ, το 2016.
Ο ειδικός σύμβουλος που έχει αναλάβει την υπόθεση των απόρρητων εγγράφων, Τζακ Σμιθ, εξετάζει ακόμη τις προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να ανατρέψει την ήττα του στις εκλογές του 2020, όπως και τον ρόλο του στα γεγονότα που οδήγησαν στην έφοδο στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Παράλληλα, ένας εισαγγελέας στην πολιτεία της Τζόρτζια βρίσκεται στο τελικό στάδιο της έρευνας για τις προσπάθειες του πρώην προέδρου των ΗΠΑ να αντιστρέψει τα αποτελέσματα των εκλογών στην εν λόγω πολιτεία.
Αναλυτικά, οι έρευνες για τις υποθέσεις που βαραίνουν τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ έχουν ως εξής:
Έρευνα για απόρρητα έγγραφα
Ο Τζακ Σμιθ, ο ειδικός σύμβουλος που διορίστηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για να επιβλέπει τις έρευνες σχετικά με τον πρώην Πρόεδρο, εξέτασε τη διαχείριση από τον Ντόναλντ Τραμπ ευαίσθητων κυβερνητικών εγγράφων που ο τελευταίος πήρε μαζί του, όταν αποχώρησε από το αξίωμά του, μαζί με το κατά πόσον ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, παρεμπόδισε τις προσπάθειες ανάκτησής τους.
Ωστόσο, για περισσότερο από ένα χρόνο, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιστάθηκε επανειλημμένα στις προσπάθειες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης και μιας κλήτευσης, να ανακτήσει διαβαθμισμένο και ευαίσθητο υλικό που εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του, σύμφωνα με κυβερνητικά έγγραφα. Έτσι, τον Αύγουστο, ενεργώντας με δικαστικά εγκεκριμένο ένταλμα έρευνας, το FBI εισέβαλε στην κατοικία του, στο θέρετρο Μαρ-α-Λάγκο στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα και ανακάλυψε περίπου 100 έγγραφα που έφεραν σήμανση διαβάθμισης. Το κατηγορητήριο των 49 σελίδων και των 38 κατηγοριών που σχηματίστηκε, ανέφερε ότι τα έγγραφα που διατηρούσε ο κ. Τραμπ αφορούσαν ευαίσθητα πυρηνικά προγράμματα, ενώ άλλα περιέγραφαν λεπτομερώς τα πιθανά τρωτά σημεία της χώρας, σε στρατιωτική επίθεση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είπαν οι εισαγγελείς, τα επέδειξε σε άτομα χωρίς εξουσιοδότηση ασφαλείας και τα αποθήκευσε με άναρχο τρόπο στο Mar-a-Lago, διατηρώντας μάλιστα ένα σωρό κουτιά μέσα σε ένα μπάνιο. Το κατηγορητήριο περιελάβανε ακόμη στοιχεία που απεικονίζουν με γλαφυρό τρόπο -αυτό που και οι εισαγγελείς περιέγραψαν- δηλαδή την προθυμία του να αποκρύψει το υλικό από τους ερευνητές. Ένα από τα πιο προβληματικά αποδεικτικά στοιχεία για τον πρώην πρόεδρο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ήταν πως κατά τη διάρκεια της προσπάθειας της κυβέρνησης να ανακτήσει τα απόρρητα έγγραφα, ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με την αφήγηση ενός από τους δικηγόρους του, έκανε μια «κίνηση αποψίλωσης», υπονοώντας πως: «Γιατί δεν τα παίρνετε μαζί σας στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σας και αν υπάρχει κάτι πραγματικά κακό εκεί μέσα, όπως, ξέρετε, να το απομακρύνετε…».
Συνολικά, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορήθηκε για 37 ποινικές κατηγορίες που καλύπτουν επτά διαφορετικές παραβιάσεις του ομοσπονδιακού νόμου, μόνος του ή σε συνδυασμό με έναν από τους προσωπικούς του βοηθούς, τον Γουόλτ Ναούτα, ο οποίος κατονομάζεται επίσης στο κατηγορητήριο.
Ποινική υπόθεση Μανχάταν
Στο ενδιάμεσο, ο εισαγγελέας της περιφέρειας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, έχει την ποινική δίωξη στον Ντόναλντ Τραμπ για χρηματισμό με σκοπό την αποσιώπηση της σχέσης του με την πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, η οποία ήταν έτοιμη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να δημοσιοποιήσει την ιστορία της για μια σεξουαλική επαφή μαζί του. Ο Μίκαελ Κοέν, συνεργάτης (ως δικηγόρος) του Τραμπ εκείνη την εποχή, πλήρωσε την Ντάνιελς με 130.000 δολάρια, για να μη μιλήσει. Μόλις ορκίστηκε πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ αποζημίωσε τον Κοέν.
Αν και η καταβολή χρημάτων με σκοπό την απόκρυψη στοιχείων δεν είναι εγγενώς εγκληματική, ο κ. Μπραγκ κατηγόρησε τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ για παραποίηση των αρχείων που σχετίζονται με τις πληρωμές και την αποζημίωση του κ. Κοέν, ο οποίος αναμένεται να αποτελέσει τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας. Όπως προκύπτει από τα δικαστικά έγγραφα, οι εισαγγελείς επικαλέστηκαν επίσης την μαρτυρίας μιας ακόμη γυναίκας, της Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, πρώην μοντέλου του Playboy. Η κυρία ΜακΝτούγκαλ είχε προσπαθήσει να «πουλήσει» την ιστορία της για τη σχέση της με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και κατέληξε σε συμφωνία 150.000 δολαρίων με το «National Enquirer».
Αντί να δημοσιεύσει τη μαρτυρία της, η σκανδαλοθηρική εφημερίδα την απέκρυψε σε συνεργασία με τους Τραμπ και Κοέν, σύμφωνα με τους εισαγγελείς, ενώ ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ αρνήθηκε ότι είχε ερωτική σχέση και με τις δύο γυναίκες. Τα δικαστικά έγγραφα αναφέρονται επίσης σε μια πληρωμή σε έναν πρώην θυρωρό του Πύργου Τραμπ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο κ. Τραμπ είχε αποκτήσει παιδί εκτός γάμου. Το «National Enquirer» πλήρωσε 30.000 δολάρια για τα δικαιώματα της ιστορίας, αν και τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός ήταν ψευδής.
Από πλευράς του, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ είχε αναφερθεί δηκτικά στον Εισαγγελέα του Μανχάταν, ο οποίος είναι μαύρος και Δημοκρατικός, ως “ρατσιστή” που διεξάγει ένα πολιτικά υποκινούμενο “κυνήγι μαγισσών”. Πριν από την απαγγελία των κατηγοριών, προχώρησε και σε απειλητικές δηλώσεις που θύμιζαν τις αναρτήσεις του τις ημέρες πριν από την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ το 2021. Λίγες ώρες μετά την απαγγελία των κατηγοριών, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφώνησε μια εμπρηστική ομιλία στο θέρετρο Μαρ-α-Λάγκο, στην οποία έβρισε τον κ. Μπραγκ και τη σύζυγό του, καθώς και τον δικαστή που επιβλέπει την υπόθεση, τον Χουάν Μ. Μέρτσαν, τον οποίο αποκάλεσε “Τραμπ-μίσος”.
Πρόσφατα, οι δικηγόροι του πρώην προέδρου των ΗΠΑ προσπάθησαν να μεταφέρουν την υπόθεση εκτός της αίθουσας του δικαστή Merchan, είτε σε άλλον δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, είτε εντελώς εκτός πολιτειακού δικαστηρίου, δηλαδή σε ομοσπονδιακό δικαστή. Την ίδια περίοδο, η έρευνα του κ. Μπραγκ φαινόταν κάποτε να βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Υπό τον προκάτοχο του κ. Μπραγκ, Σάιρους Ρ. Βανς Τζούνιορ, το γραφείο του εισαγγελέα είχε αρχίσει να παρουσιάζει στοιχεία σε προηγούμενο σώμα ενόρκων σχετικά με τις επιχειρηματικές πρακτικές του κ. Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον είχε διογκώσει με δόλο την αξία της ακίνητης περιουσίας του, για να εξασφαλίσει ευνοϊκά δάνεια και άλλα οικονομικά οφέλη. Τις πρώτες εβδομάδες της θητείας του πέρυσι, ο κ. Μπραγκ ανέπτυξε ανησυχίες σχετικά με τη δυναμική αυτής της υπόθεσης, οπότε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την παρουσίαση στο σώμα των ενόρκων, προκαλώντας τις παραιτήσεις των δύο ανώτερων εισαγγελέων που ηγούνταν της έρευνας.
Όμως, το περασμένο καλοκαίρι, οι εισαγγελείς του κ. Μπραγκ επέστρεψαν στην υπόθεση των χρημάτων του Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκοντας να επανεκκινήσουν την έρευνα. Το πρώτο ορατό σημάδι προόδου για τον κ. Μπραγκ ήρθε τον Ιανουάριο, όταν ο Μίκαελ Κοέν συναντήθηκε με ερευνητές στο γραφείο του Εισαγγελέα στο Κάτω Μανχάταν, καθώς ήταν η πρώτη τέτοια συνάντηση εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Ο κ. Κοέν επέστρεψε για αρκετές πρόσθετες συζητήσεις με τους εισαγγελείς και κατέθεσε ενώπιον του σώματος ενόρκων.
Αφού ο κ. Μπραγκ συγκάλεσε το σώμα ενόρκων τον Ιανουάριο, αυτό άκουσε την κατάθεση του κ. Κοέν καθώς και δύο πρώην στελεχών του «National Enquirer» που είχαν βοηθήσει στη διαμεσολάβηση για τη συμφωνία για τα χρήματα που είχαν δοθεί για την αποσιώπηση. Ο πρώην δικηγόρος της κ. Ντάνιελς κατέθεσε επίσης, όπως και δύο υψηλόβαθμα στελέχη της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Τραμπ το 2016, η Χόουπ Χικς και η Κέλιαν Κόνγουεϊ. Το σώμα ενόρκων άκουσε επίσης μαρτυρίες από υπαλλήλους της εταιρείας του κ. Τραμπ, του Trump Organization.
Στα τέλη του 2022, οι εισαγγελείς του κ. Μπραγκ κέρδισαν την καταδίκη του Οργανισμού Τραμπ, όταν οι ένορκοι έκριναν την επιχείρηση ένοχη για πολλαπλά κακουργήματα που σχετίζονταν με ένα μακροχρόνιο σύστημα φορολογικής απάτης. Ο βετεράνος οικονομικός διευθυντής της εταιρείας, Allen H. Weisselberg, δήλωσε ένοχος για το σύστημα και εξέτισε ποινή φυλάκισης στο σωφρονιστικό συγκρότημα Rikers Island.
Πολιτειακή έρευνα στη Νέα Υόρκη
Με μήνυση που κατατέθηκε τον Σεπτέμβριο, η γενική εισαγγελέας της Νέας Υόρκης, Letitia James, κατηγόρησε τον Ντόναλντ Trump ότι είπε ψέματα σε δανειστές και ασφαλιστές, υπερεκτιμώντας με δόλο τα περιουσιακά του στοιχεία κατά δισεκατομμύρια δολάρια. Η κυρία Τζέιμς επιδιώκει να απαγορεύσει στους Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων γιων του, Ντόναλντ Τζούνιορ και Έρικ, και της μεγαλύτερης κόρης του, Ιβάνκα, να διευθύνουν ξανά επιχείρηση στη Νέα Υόρκη.
Έχει ήδη ζητήσει με επιτυχία από δικαστή να διορίσει έναν ανεξάρτητο ελεγκτή, για να επιβλέπει τη χρήση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του Οργανισμού Τραμπ, στις οποίες, όπως αναφέρει η γενική εισαγγελέας στην αγωγή της, η εταιρεία υπερεκτίμησε τα περιουσιακά της στοιχεία. Τον περασμένο Ιανουάριο, δικαστής της Νέας Υόρκης αρνήθηκε να απορρίψει την αγωγή της γενικής εισαγγελέως κατά του κ. Τραμπ, αυξάνοντας την πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίκη για το θέμα αυτό το ερχόμενο φθινόπωρο. Επειδή η έρευνα της κ. Τζέιμς είναι αστική, δεν μπορεί να ασκήσει ποινικές διώξεις. Θα μπορούσε, ωστόσο, η ίδια να επιλέξει να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για διακανονισμό, με την ελπίδα να επιτύχει ταχύτερη οικονομική πληρωμή. Αν όμως οδηγηθεί σε δίκη, ο δικαστής θα μπορούσε να επιβάλει αυστηρές οικονομικές κυρώσεις στον κ. Τραμπ και να περιορίσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στη Νέα Υόρκη. Οι ερευνητές της κας Τζέιμς ανέκριναν πρόσφατα τον Ντόναλντ Τραμπ ενόρκως, ενώ δίκη έχει προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο.
Ποινική έρευνα στην Τζόρτζια
Εισαγγελείς στη Τζόρτζια ανέφεραν πρόσφατα ότι θα ανακοινώσουν κατηγορίες το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου στο πλαίσιο της έρευνάς τους κατά του Ντόναλντ Τραμπ και ορισμένων συμμάχων του, για τις προσπάθειές τους να παρέμβουν στα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020 στην πολιτεία. Ο κ. Τραμπ και οι συνεργάτες του είχαν πολυάριθμες επαφές με αξιωματούχους της Τζόρτζια μετά τις εκλογές, συμπεριλαμβανομένου ενός τηλεφωνήματος στο οποίο ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ παρότρυνε τον υπουργό Εξωτερικών, Μπραντ Ράφενσπεργκερ, να “βρει 11.780 ψήφους”, τον αριθμό που θα χρειαζόταν για να ξεπεράσει το προβάδισμα του προέδρου Μπάιντεν στην συγκεκριμένη Πολιτεία. Νομικοί εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι ο κ. Τραμπ και άλλοι φαίνεται να διατρέχουν “σημαντικό κίνδυνο” δίωξης για παραβίαση μιας σειράς νόμων της Τζόρτζια, συμπεριλαμβανομένου του νόμου της πολιτείας περί εκβιασμού. Ήδη, ειδικό σώμα ενόρκων συγκροτήθηκε τον Μάιο του περασμένου έτους στην κομητεία Φούλτον και έλαβε καταθέσεις 75 μαρτύρων πίσω από κλειστές πόρτες, επί σειρά μηνών. Οι ένορκοι συνέταξαν μια τελική έκθεση, αλλά τα πιο σημαντικά στοιχεία της -συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων σχετικά με το ποιος θα πρέπει να παραπεμφθεί σε δίκη και με ποιες κατηγορίες- παρέμειναν μυστικά.
Η πρόεδρος, Emily Kohrs, δήλωσε ότι στοιχειοθετήθηκαν κατηγορίες εναντίον περισσότερων από δώδεκα ατόμων και άφησε έντονα να εννοηθεί σε συνέντευξή της στους «New York Times» τον περασμένο Φεβρουάριο ότι ο Ντόναλντ Trump περιλαμβανόταν μεταξύ αυτών των ονομάτων. “Δεν πρόκειται να σοκαριστείτε”, δήλωσε η ίδια. “Δεν είναι επιστήμη πυραύλων”.
Από πλευράς του, ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επιτεθεί δημόσια στη διαδικασία στη Τζόρτζια και οι δικηγόροι του την έχουν χαρακτηρίσει “σόου κλόουν”. Τον Μάρτιο, οι δικηγόροι του κατέθεσαν αίτηση, με την οποία ζητούσαν να αποσιωπηθούν όλα τα στοιχεία ή οι καταθέσεις που προέκυψαν από την έρευνα του ειδικού σώματος ενόρκων. Η αίτηση ζητά επίσης να αποκλειστεί από την υπόθεση το γραφείο της Φάνι Τ. Γουίλις, του εισαγγελέα της κομητείας Φούλτον και μέλους των «Δημοκρατικών».
Σε απάντησή της στα μέσα Μαΐου, η κ. Γουίλις δήλωσε ότι η νομική ομάδα του Τραμπ δεν είχε εκπληρώσει τα “απαιτητικά πρότυπα” για την έκπτωση ενός εισαγγελέα και δεν είχε υποστηρίξει τις κατηγορίες σχετικά με τη διαδικασία της έρευνας, με στοιχεία. Ορισμένοι νομικοί πιστεύουν ότι η πρόταση έχει ελάχιστες πιθανότητες να εκτροχιάσει το έργο των εισαγγελέων. Η κ. Γουίλις θα αποφασίσει τελικά ποιες κατηγορίες θα ζητήσει και στη συνέχεια θα τις φέρει ενώπιον τακτικού σώματος ενόρκων. Πρόσφατα ανέφερε ότι θα το πράξει κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου, λέγοντας σε επιστολή της προς τους τοπικούς αξιωματούχους ότι το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της θα εργάζεται εξ αποστάσεως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ζητώντας από τους δικαστές σε ένα δικαστήριο στο κέντρο της Ατλάντα να μην προγραμματίσουν δίκες για ένα μέρος αυτού του χρόνου.
Επιτροπή για την 6η Ιανουαρίου
Η επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων που διερευνά την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο πέρασε ενάμιση χρόνο εξετάζοντας τον ρόλο που διαδραμάτισαν ο κ. Τραμπ και οι σύμμαχοί του, στις προσπάθειές του να διατηρηθεί στην εξουσία μετά την εκλογική του ήττα τον Νοέμβριο του 2020. Τον Δεκέμβριο, η επιτροπή εξέδωσε έκθεση 845 σελίδων, στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο κ. Τραμπ και ορισμένοι από τους συνεργάτες του είχαν καταστρώσει “ένα πολυμερές σχέδιο για την ανατροπή των προεδρικών εκλογών του 2020” και αποκάλυπτε με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίθεση στο Καπιτώλιο. Η επιτροπή κατηγόρησε επίσης τον Ντόναλντ Τραμπ για υποκίνηση εξέγερσης και συνωμοσία με σκοπό την εξαπάτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ άλλων ομοσπονδιακών εγκλημάτων, και παρέπεμψε τον ίδιο και ορισμένους από τους συμμάχους του στο υπουργείο Δικαιοσύνης για πιθανή δίωξη. Οι παραπομπές ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολικές, αλλά έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα ότι μια διακομματική επιτροπή του Κογκρέσου πίστευε ότι ο πρώην πρόεδρος είχε διαπράξει εγκλήματα.
Παράλληλα, το γραφείο του κ. Σμιθ διεξάγει τη δική του έρευνα σχετικά με τις προσπάθειες του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ να ανατρέψει τις εκλογές, βασιζόμενη στην πολύμηνη εργασία άλλων ομοσπονδιακών εισαγγελέων στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι έχουν επίσης απαγγείλει κατηγορίες εναντίον σχεδόν 1.000 ανθρώπων που συμμετείχαν στην έφοδο στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Το γραφείο του ειδικού εισαγγελέα έχει εστιάσει την προσοχή του σε ένα ευρύ φάσμα σχεδίων που ο κ. Τραμπ και οι σύμμαχοί του χρησιμοποίησαν για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την ήττα, μεταξύ των οποίων και ένα σχέδιο για τη δημιουργία ψευδών πινάκων εκλεκτόρων υπέρ του Τραμπ σε βασικές πολιτείες που κέρδισε ο κ. Μπάιντεν.
Οι εισαγγελείς υπό τον κ. Σμιθ αναζήτησαν επίσης πληροφορίες σχετικά με την κύρια επιχείρηση συγκέντρωσης κεφαλαίων του Ντόναλντ Τραμπ μετά τις εκλογές. Επιπρόσθετα, το γραφείο του ειδικού εισαγγελέα κέρδισε πρόσφατα σημαντικές νομικές μάχες στο πλαίσιο της έρευνάς του, καθώς δικαστές στην Ουάσιγκτον εξέδωσαν αποφάσεις που ανάγκασαν κορυφαίους αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ, όπως τον πρώη αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάικ Πενς και τον πρώην προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Μαρκ Μίντοους, να καταθέσουν ενώπιον ενόρκων. Δεν είναι σαφές ποιες κατηγορίες, αν υπάρχουν, μπορεί να προκύψουν από την ομοσπονδιακή έρευνα.
Όμως οι εισαγγελείς συνεχίζουν να «φωτίζουν» μια σειρά από οπτικές γωνίες. Πρόσφατα κλήτευσαν μέλη του προσωπικού του Λευκού Οίκου του Τραμπ, τα οποία ενδέχεται να εμπλέκονται στην απόλυση του αξιωματούχου για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η υπηρεσία του οποίου έκρινε τις εκλογές του 2020 “τις πιο ασφαλείς στην αμερικανική ιστορία”, σύμφωνα με δύο άτομα που έχουν ενημερωθεί για το θέμα. Η ομάδα του κ. Σμιθ αναζητά μάρτυρες για τα γεγονότα γύρω από την απόλυση του Κρίστοφερ Κρεμπς, ο οποίος ήταν ο κορυφαίος αξιωματούχος της κυβέρνησης Τραμπ για την κυβερνοασφάλεια κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2020. Η εκτίμηση του κ. Κρεμπς για την ασφάλεια των εκλογών, ήταν σε αντίθεση με τους αβάσιμους ισχυρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ, ότι επρόκειτο για “απάτη εις βάρος του αμερικανικού κοινού”.