Για ”Πρέσπες του Αιγαίου” μας προετοιμάζει ο Ν. Αλιβιζάτος σε άρθρο του στην ”ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”.
Στη τελευταία παράγραφο του άρθρου του αναφέρει:
”Πέρα από τις μείζονες εσωτερικές εκκρεμότητες, όπως η εκ βάθρων αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών, η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών και η πολυαναμενόμενη δικαστική μεταρρύθμιση, μήπως είναι ιδανική περίοδος για έναν φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για μια «Συμφωνία του Αιγαίου», στον δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930;”
Αναλυτικά:
”Τι κυβέρνηση προσδοκούμε;
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ
Σύμφωνα µε τις προβλέψεις των περισσότερων παρατηρητών, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές –είτε τις πρώτες (21.5.2023) είτε τις δεύτερες (αν βέβαια χρειαστεί να γίνουν)– θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας δύο ή και περισσότερων κομμάτων. Πολλά βέβαια μπορεί να γίνουν έως τότε. Εντούτοις, λόγω εκλογικών νόμων, και του βαρύτατου κλίματος που επικρατεί μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, η πιθανότητα να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να στηρίζεται σε ένα και μόνο κόμμα –ακόμη και «πολύχρωμο», όπως θα το ήθελε ο κ. Μητσοτάκης– είναι μάλλον ισχνή.
Αξίζει λοιπόν να εγκύψουμε λίγο προσεκτικότερα στο μοντέλο της κυβέρνησης συνεργασίας και να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Ο σχηματισμός της θα συνιστά άραγε τομή στην ιστορία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, θα αποτελεί την έναρξη μιας νέας εποχής, όπως πολλοί ελπίζουν; Ή θα είναι τουναντίον μια πρόσκαιρη παρέκκλιση από τη μεταπολιτευτική «κανονικότητα», δηλαδή το μοντέλο της μονοκομματικής κυβέρνησης;
Επιβάλλεται, εν πρώτοις, μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Στη νεότερη ιστορία μας, όλες οι συμμαχικές κυβερνήσεις που κατά καιρούς σχηματίστηκαν ήταν κυβερνήσεις ειδικού σκοπού. Για να σταθούμε μόνο στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, το 1989, σχηματίστηκε για να μην παραγραφούν τα υπουργικά αδικήματα που συνδέονταν με το σκάνδαλο Κοσκωτά. Οσο για την κυβέρνηση Ζολώτα, το 1989-1990, σχηματίστηκε για να μην ξαναγίνουν τέταρτες συνεχόμενες εκλογές, το 1990, λόγω μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Τέλος, η κυβέρνηση Παπαδήμου, το 2011-2012, για να ψηφιστεί το PSI.
Οσο και αν διέφεραν μεταξύ τους, και οι τρεις ανωτέρω κυβερνήσεις είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: παρότι δεν ήταν υπηρεσιακές αλλά κανονικότατες, σχηματίστηκαν για να εκπληρώσουν μια βασική κάθε φορά αποστολή. Σε αυτήν επικέντρωσαν τη δράση τους και αυτήν προπάντων υπηρετούσαν. Την εικόνα αυτή δεν μεταβάλλει το ότι, παράλληλα με το κύριο έργο τους, πήραν και κάποιες αποφάσεις, που μακροπρόθεσμα αποδείχθηκαν βαρυσήμαντες, όπως, για παράδειγμα, η ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η κατάργηση της προσωπικής κράτησης για χρέη από την κυβέρνηση Τζαννετάκη, ή το «μνημόνιο» των τριών κομμάτων για την επιβολή ισοπολιτείας στη Θράκη, επί κυβερνήσεως Ζολώτα. Οσο σημαντικές και αν ήταν, οι πρωτοβουλίες αυτές ήταν «παράπλευρες» σε σχέση με την κύρια αποστολή των κυβερνήσεων εκείνων. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι οι τελευταίες –με πιθανή εξαίρεση την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου – (Κουβέλη) το 2012-2015– δεν άλλαξαν την πεπατημένη: για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αποτελούσαν «εξαίρεση», αν όχι «ανωμαλία». Γι’ αυτήν, «ομαλότητα» σήμαινε μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Θα ισχύσει άραγε το ίδιο και για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές; Κρίσιμη παράμετρος που θα επηρεάσει αποφασιστικά τις τύχες της, όποια και αν είναι αυτή, είναι κατά τη γνώμη μου ένας παράγοντας που δεν έχει έως σήμερα συζητηθεί όσο θα έπρεπε: το εκλογικό ημερολόγιο των προσεχών μηνών. Θυμίζω ότι στις 8 και 15 Οκτωβρίου έχει προγραμματιστεί να διεξαχθούν οι προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές και τον Μάιο του 2024, υποχρεωτικά, οι ευρωεκλογές. Μοιραία, οι ημερομηνίες αυτές θα βαρύνουν πολύ στις αποφάσεις των επιτελείων ειδικά των δύο μεγάλων κομμάτων, αφού, όταν κληθούν να αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν σε μια συμμαχική κυβέρνηση και με ποιους όρους, είναι φυσικό να προτιμήσουν μια κυβέρνηση έξι μηνών ή έστω ενός έτους από μια κυβέρνηση τετραετίας. Διότι, όπως και να το κάνουμε, η διεξαγωγή δύο εκλογικών αναμετρήσεων σε εθνικό επίπεδο μέσα στους προσεχείς μήνες λειτουργεί ως πρόκληση για κόμματα που έχουν θέσει ως πρωταρχικό στόχο την αυτοδυναμία: «Πού θα πάει;» θα διερωτηθούν. «Αν μας ξεφύγει τώρα, θα την κερδίσουμε τότε».
Στη νεότερη ιστορία μας, όλες οι συμμαχικές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν ήταν ειδικού σκοπού.
Αν αυτό συμβεί, τότε είναι προφανές ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές θα έχει βραχεία θητεία. Η κρίσιμη αναμέτρηση θα μετατεθεί στο 2024, με τους εκλογείς να αντιμετωπίζουν το ακόλουθο δίλημμα: κυβέρνηση τετραετίας μονοκομματική ή συμμαχική; Κάτι δηλαδή σαν τις εκλογές του 1990, που τις κέρδισε οριακά η Νέα Δημοκρατία χάρη στη συνδρομή του μοναδικού βουλευτή που είχε εκλέξει τότε η ΔΗΑΝΑ του αείμνηστου Κωστή Στεφανόπουλου.
Αν οι ανωτέρω σκέψεις ευσταθούν, δεν μπορεί κανείς παρά να θέσει το ακόλουθο ερώτημα: Το μεσοδιάστημα που θα μεσολαβήσει έως την πιθανή επάνοδο στην πεπατημένη των μονοκομματικών κυβερνήσεων, μήπως προσφέρεται για να ληφθούν από την κυβέρνηση συνασπισμού που θα σχηματιστεί μετά τις 2 Ιουλίου κάποιες αποφάσεις που κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί, υπό τις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες, να πάρει από μόνο του; Πέρα από τις μείζονες εσωτερικές εκκρεμότητες, όπως η εκ βάθρων αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών, η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών και η πολυαναμενόμενη δικαστική μεταρρύθμιση, μήπως είναι ιδανική περίοδος για έναν φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για μια «Συμφωνία του Αιγαίου», στον δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930;
Αναγκαία, προφανώς, προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η νέα κυβέρνηση να μην είναι απλώς συμμαχική, αλλά όσο το δυνατόν «οικουμενικότερη». Θα τολμήσουν άραγε τα τρία τουλάχιστον μεγάλα κόμματα να κάνουν το αποφασιστικό βήμα;
Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.”