“Γιοφύρι της Άρτας” θυμίζει πλέον το πρόγραμμα των ισραηλινών πυραύλων SPIKE NLOS, καθώς ακόμα και μετά από την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών που θα μπορούσε να οδηγήσει με συνοπτικές διαδικασίες στην υπογραφή σύμβασης, η γραφειοκρατία πέριξ των εξοπλισμών καταφέρνει για τους δικούς της λόγους να τορπιλίσει για δεύτερη φορά. Αναρωτιέται κανείς αν ο όρος “mafia” που έχει εισαχθεί στη δημόσια συζήτηση αναφορικά με τη δράση κυκλωμάτων στον αποκαλούμενο ως “χώρο της νύχτας”, έχει σημειώσει… μετάσταση και στις δραστηριότητες του φωτός της ημέρας. Αναρωτιέται κανείς εάν η κυβέρνηση έχει γνώση και έλεγχο επί των εξελίξεων. Όσο και να μοιάζει λεκτική υπερβολή, στο DP έχουμε αρχίσει να αμφιβάλουμε κυριολεκτικά. Και αυτό συμβαίνει προεκλογικά!
Μετά τον νέο εξοπλιστικό παραλογισμό λοιπόν της δαπάνης ενός ποσού 3-4 δισ. ευρώ για την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς χωρίς την παραμικρή διασφάλιση έργου για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, παραλογισμό στον οποίον οι πολιτικοστρατιωτικοί υπεύθυνοι κατά πληροφορίες επιμένουν, με το συνολικό ποσό ανάληψης υποχρεώσεων μα βαδίζει ταχύτατα προς τα 20 δισ. ευρώ, οι εξελίξεις στο κρίσιμο πρόγραμμα των πυραύλων SPIKE NLOS μοιάζουν στην κυριολεξία εξοργιστικές.
Πρόκειται για εξελίξεις με άμεσο αντίκτυπο στις διμερείς σχέσεις της χώρας της οποίας πλήττουν ευθέως τη διεθνή αξιοπιστία, χωρίς μάλιστα η ευθύνη να μπορεί να αποδοθεί σε σφάλματα κυβερνητικών αρμοδίων, αν και ευθύνη υπάρχει στο επίπεδο του ελέγχου των γραφειοκρατιών που εποπτεύουν. Εάν είναι συνειδητή κυβερνητική πολιτική είναι κατανοητό, είτε κάποιος συμφωνεί με αυτή είτε διαφωνεί. Εδώ όμως πρόκειται για θρασείες εκ των υστέρων παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής. Αυτές προέρχονται μάλιστα από χαμηλότερα επίπεδα της διαδικαστικά εμπλεκόμενης γραφειοκρατίας, με αποτέλεσμα να εγείρονται ζητήματα ανάγκης διερεύνησης της σκοπιμότητας που ενδεχομένως εξυπηρετούν.
Ας το δούμε όμως πιο αναλυτικά. Το πρόγραμμα είχε κολλήσει ενώ είχε φθάσει στο επίπεδο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΚΥΣΕΑ) που θα έδινε το τελικό πράσινο φως για την υπογραφή της σύμβασης. Εν ολίγοις, η ανεπάρκεια της γραφειοκρατίας εξέθεσε τον ίδιο τον πρωθυπουργό, καθώς τον υποχρέωσε να επιστρέψει τον φάκελο με συγκεκριμένα ζητήματα που έχριζαν διευκρίνισης. Έχοντας απολέσει την εμπιστοσύνη του στους θεσμικά και διαδικαστικά υπεύθυνους, ο πρωθυπουργός “στρατολόγησε” τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Δρ. Θάνο Ντόκο, να εποπτεύσει τη διαδικασία.
Οι διμερείς διαβουλεύσεις προχώρησαν, οι διευκρινίσεις δόθηκαν με τον πρέποντα διαδικαστικά τρόπο, με αποτέλεσμα οι δυο πλευρές να καταλήξουν σε ένα προσχέδιο σύμβασης, το οποίο μάλιστα μονογράφτηκε. Μοναδικό βήμα που απέμενε ήταν να πάει στο ΚΥΣΕΑ για να δοθεί η τυπική εντολή υπογραφής της σύμβασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Ισραήλ. Κι ενώ η συζήτηση των τελευταίων ημερών έχει επικεντρώσει αποκλειστικά στον χρόνο υπογραφής -πριν ή μετά τις εκλογές, έχοντας την εντύπωση ότι όλα τα ζητήματα έχουν διευκρινιστεί- “κύκλοι” που δεν ανέφεραν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το οτιδήποτε, εμφανίζουν ξαφνικά νέα ερωτήματα προς διευκρίνιση, επιχειρώντας ξανά να μπλοκάρουν τη διαδικασία προμήθειας ενός από τα συστήματα που -κατά τη γνώμη του DP- θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει η διαδικασία επανεξοπλισμού της χώρας.
Τα ενδεχόμενα είναι πλέον δύο: Ή έχει απολεσθεί εντελώς η γραφειοκρατική ικανότητα διεκπεραίωσης τέτοιων υποθέσεων, οπότε τίθεται ζήτημα ακόμα και κατάργησης της αρμόδιας για τους εξοπλισμούς Γενικής Διεύθυνσης, είτε κάποιος πρέπει να αναζητήσει και να εντοπίσει επιτέλους τις σκοπιμότητες, ώστε να καταλογιστούν ευθύνες γι’ αυτή την ουδόλως κολακευτική για την Ελλάδα εικόνα. Απέναντι έχει την ισραηλινή SIBAT που διαχειρίζεται σε ετήσια βάση συμβάσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων σε όλο τον κόσμο και λογικά η ελληνική πρωτεύουσα θα πρέπει να εκπροσωπεί έναν από τους εφιάλτες τους…
Κι εμείς εδώ στο DP που υπερθεματίζουμε υπέρ της διενέργειας διεθνών διαγωνισμών θα πρέπει να επανεξετάσουμε φαίνεται το όλο ζήτημα. Διότι καλό και σωστό είναι να λέγεται στη θεωρία. Εδώ φαίνεται όμως ότι δεν είναι ικανοί να διεκπεραιώσουν μια απλή, απλούστατη διακρατική συμφωνία. Θα φέρουν εις πέρας το πολύπλοκο έργο ενός διεθνούς μειοδοτικού διαγωνισμού; Συμπληρώθηκαν ή όχι ακόμα, αισίως, τα δυο χρόνια που “παλεύουν” με τη διαδικασία; Προφανώς, το DP παρακολουθεί τις εξελίξεις και θα επανέλθει.