«Πολιτικά καθοδηγούμενο και επί της ουσίας άνευ ουσιαστικού αντικειμένου» θεωρούν στην κυβέρνηση τον θόρυβο που ξεσηκώθηκε τις τελευταίες ημέρες και αφορά την αναγνώριση και ισοτίμηση της λεγόμενης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης που παρέχουν οι σχολές θεάτρου και χορού οι οποίες λειτουργούν υπό καθεστώς των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) και δεν μπορούν να θεωρηθούν ΑΕΙ.
Παρά ταύτα, μπροστά στη «τεχνητή διάσταση», όπως ευθαρσώς δηλώνει ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης ότι επιχειρείται να δοθεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, αν και επιμένει ότι δεν άλλαξε απολύτως τίποτε για τους καλλιτέχνες με το πρόσφατο Προεδρικό Διάταγμα για το νέο «προσοντολόγιο», άνοιξε παράθυρο συζήτησης για το μελλοντικό status της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, επειδή το πρόβλημα είναι πολύ παλαιό και δεν προέκυψε αιφνιδίως τώρα, όπως διατείνονται ορισμένα κομματικά στελέχη της αντιπολίτευσης που, όπως πιστεύουν στην κυβέρνηση, «παρέσυραν και πολλούς καλλιτέχνες, οι οποίοι θεώρησαν ότι υποβαθμίζεται ο επαγγελματικός τους κλάδος», η εξεύρεση λύσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πολύ περισσότερο που η σημερινή κυβέρνηση, όπως επιμένουν αξιωματούχοι της, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσει κατά γράμμα ρύθμιση που εισήγαγε η υπουργός Πολιτισμού επί της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Λυδία Κονιόδρου.
Με βάση την ρύθμιση Κονιόρδου, την οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει το ΠΔ που υπέγραψε τις προηγούμενες ημέρες ο Μάκης Βορίδης, οι τίτλοι σπουδών όσων αποφοιτούν από ΙΕΚ καλλιτεχνικής εκπαίδευσης μετά το 2003 δεν θεωρούνται ισότιμοι με τα πτυχία των παλαιών ΤΕΙ που στο μεταξύ «ανωτατοποιήθηκαν» στο σύνολό τους από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Με άλλα λόγια, όπως επιμένουν από τη σημερινή κυβέρνηση, επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ δεν ελήφθη καμία ειδική μέριμνα για τις σχολές θεάτρου και χορού, που εξακολουθούν και σήμερα να εντάσσονται στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, οι τίτλοι σπουδών που χορηγούν θεωρούνται ισότιμοι με το απολυτήριο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποκλειστικά και μόνον σε ό,τι αφορά τον διορισμό τους στο Ελληνικό Δημόσιο, με ρητή, μάλιστα, εξαίρεση όταν αφορά πρόσληψη από το υπουργείο Παιδείας για τη διδασκαλία στις εκπαιδευτικές μονάδες.
Βορίδης: «Υποκρισία και εξαπάτηση»
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο υπουργός Εσωτερικών δεν διστάζει να καταγγείλει χωρίς περιστροφές την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για «ακραία υποκρισία» και «απροσχημάτιστη εξαπάτηση των καλλιτεχνών αλλά και ευρύτερα των πολιτών». Όπως εξήγησε ο κ. Βορίδης, μιλώντας στο protothema.gr, το θέμα ανέκυψε στο τέλος της περασμένης εβδομάδας με αναρτήσεις στο Διαδίκτυο ψευδών αναφορών περί υποβάθμισης της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, τις οποίες έσπευσε να υιοθετήσει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.
Στον κ. Τσίπρα απάντησε ήδη από την περασμένη Παρασκευή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, αλλά παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν άλλαξε τίποτε που να αφορά το καθεστώς της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ την Τρίτη οργανώθηκε πορεία από σωματεία στο κέντρο της Αθήνας και στο υπουργείο Πολιτισμού.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εσωτερικών επιμένει ότι το ΠΔ που ο ίδιος υπέγραψε επιφέρει μια μεγάλη μεταρρύθμιση και έναν τεράστιο εξορθολογισμό στο ελληνικό Δημόσιο, καθώς με το νέο «κλαδολόγιο – προσοντολόγιο» οι ειδικότητες των υπηρετούντων στη Δημόσια Διοίκηση περιορίζονται δραστικά και από 2500 θα είναι στο εξής 500 έτσι ώστε να μην υπάρχει η πολυδιάσπαση των προηγούμενων δεκαετιών που εμπόδιζε την ορθολογική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού.
Πόσοι θίγονται και ποιοι εξαιρούνται
Ο κ. Βορίδης διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι «δεν αλλάζει απολύτως τίποτε» σε σχέση με τους απόφοιτους των σχολών θεάτρου και χορού, για τους εξής λόγους:
Πρώτον, διότι είναι ελάχιστοι οι ήδη υπηρετούντες στο Δημόσιο οι οποίοι υπολογίζονται σε περίπου 50 άτομα από ένα σύνολο 600 χιλιάδων που απαρτίζουν τον στενό δημόσιο τομέα. Και αυτοί, ωστόσο, δεν θα έχουν κάποια αλλαγή στο καθεστώς εργασίας τους αφού υπάρχει ρητή μεταβατική εξαίρεση.
Δεύτερον, ρητή εξαίρεση υπάρχει και για τους υπηρετούντες στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που θα συνεχίσουν με βάση τα προσόντα που κάθε φορά ορίζει το υπουργείο Παιδείας ανάλογα με τις ανάγκες που έχει για παροχή διδακτικού έργου.
Τρίτον, όσοι έχουν αποφοιτήσει πριν από το 2003 έχουν, με βάση τις ρυθμίσεις Κονιόρδου, αναγνωρισμένους τίτλους που είναι ισότιμοι με τα ΤΕΙ που στο μεταξύ έχουν καταργηθεί.
Στο ερώτημα γιατί δεν συνεχίζεται η ίδια ισοτίμηση, η απάντηση του υπουργού Εσωτερικών είναι ότι «σήμερα δεν υπάρχουν ΤΕΙ, αφού έχουν γίνει όλα ΑΕΙ». Όπως, ωστόσο, ο ίδιος συμπληρώνει «υπάρχουν και λειτουργούν στην Ελλάδα τριτοβάθμια ιδρύματα που χορηγούν αντίστοιχα πτυχία, τα οποία δεν μπορεί να εξομοιωθούν με τους τίτλους που χορηγούν ΙΕΚ τα οποία ανήκουν στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και οι απόφοιτοί τους δεν είναι σωστό και λογικό να έχουν ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με όσους έχουν πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Οι τελευταίοι δικαίως θα ξεσηκωθούν αν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο».
Αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι δεν θα είχαν αντίρρηση να ενταχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι σχολές που σήμερα θεωρούνται ΙΕΚ, πλην, όμως, για να συμβεί αυτό απαιτείται να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα:
- Η εισαγωγή των σπουδαστών να γίνεται με κάποιου είδους διαγωνιστική διαδικασία, όπως συμβαίνει με όσους εισάγονται στις υφιστάμενες αντίστοιχες σχολές μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων.
- Οι σπουδές τους θα πρέπει να είναι τετραετείς αντί για διετείς ή τριετείς που είναι σήμερα στα περί ού ο λόγος ΙΕΚ, είτε είναι δημόσια, όπως οι Σχολές του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, είτε τα δεκάδες ιδιωτικά Ινστιτούτα που λειτουργούν κυρίως στην πρωτεύουσα.
- Οι διδάσκοντες σε αυτές τις Σχολές θα πρέπει να είναι κάτοχοι διδακτορικών και όχι όπως συμβαίνει σήμερα που σε ποσοστό της τάξης του 90% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Γιατρομανωλάκης: «Ό,τι ίσχυε πριν, ισχύει και σήμερα»
Το μεσημέρι της Τρίτης, ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, πλαισιωμένος από τρεις γενικούς γραμματείς, (Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα Βιβή Χαραλαμπογιάννη, Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης και Νεολαίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων Γιώργο Βούτσινο και Σύγχρονου Πολιτισμού του ΥΠΠΟΑ, Ελένη Δουνδουλάκη), συναντήθηκε με εκπροσώπους του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος και καλλιτεχνικών σωματείων.
Σε δηλώσεις του αμέσως μετά, αφού έκανε λόγο για «έντονη παραπληροφόρηση, η οποία λογικό είναι να έχει αναστατώσει τους καλλιτέχνες και την κοινή γνώμη», υποστήριξε ότι το ΠΔ δεν εξισώνει τους τίτλους σπουδών των δραματικών σχολών με το απολυτήριο λυκείου. Όπως διευκρίνισε «ό,τι ίσχυε πριν, ισχύει και σήμερα, και ίσχυε και επί ΣΥΡΙΖΑ». Επεσήμανε ακόμη ότι «δεν αφορά προσλήψεις του υπουργείου Παιδείας και, πολύ σημαντικό, δεν αφορά προσλήψεις καλλιτεχνών στο δημόσιο, γιατί αυτές έτσι κι αλλιώς εξαιρούνται από τον ΑΣΕΠ». Ως εκ τούτου, συμπέρανε:
*δεν εξισώνει τα διπλώματα δραματικών σχολών με τα απολυτήρια λυκείου,
*δεν αφορά καθόλου προσλήψεις αποφοίτων δραματικών σχολών ως ηθοποιών στο Δημόσιο και σε εποπτευόμενους φορείς,
*δεν αφορά καθόλου προσλήψεις αποφοίτων δραματικών σχολών ως καθηγητών σε σχολεία,
*δεν αφορά καθόλου προσλήψεις αποφοίτων δραματικών σχολών στον ιδιωτικό τομέα.
Ομοίως και για τον κλάδο του χορού, συμπλήρωσε ο ίδιος.
Ο κ. Γιατρομανωλάκης ζήτησε από τα σωματεία έγγραφες παρατηρήσεις επί του ΠΔ, έτσι ώστε να εξεταστούν και να αποσαφηνιστούν άμεσα τυχόν τεχνικά θέματα από το υπουργείο Εσωτερικών.
Η κυβέρνηση συζητά «ακαδημαϊκό διάδρομο»
Όμως, όπως είπε ο υφυπουργός, «με αφορμή αυτό το θέμα προκλήθηκε μια συζήτηση στον δημόσιο διάλογο που είναι εξαιρετικά χρήσιμη, γιατί δίνει ορατότητα στο πολύ σημαντικό ζήτημα της διαβάθμισης των σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Αναγνωρίζοντας το σοβαρότατο και άλυτο επί δεκαετίες θέμα της διαβάθμισης και ποιότητας της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, τα συναρμόδια υπουργεία είναι σε συνεννόηση προκειμένου να βρεθεί λύση, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά».
Τόνισε ότι «το θέμα δεν αφορά μόνο τις δραματικές σχολές και τη σπουδαία τους παράδοση», αλλά «τα ωδεία που είναι η ραχοκοκαλιά της μουσικής παιδείας της χώρας μας, τις σχολές χορού που είναι το φυτώριο από το οποίο θα αναδειχθούν οι επόμενοι σπουδαίοι χορευτές και χορεύτριές μας».
«Σεβόμαστε», είπε, «τη συνεισφορά τους στην καλλιτεχνική παιδεία της χώρας μας και αυτό θα πρέπει να αποτυπωθεί και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν σε σχέση με το υπόλοιπο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Και κατέληξε: «Η παρούσα κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τις διεκδικήσεις δεκαετιών των καλλιτεχνών, ανοίγει άμεσα το δύσκολο αυτό θέμα, όπως τόλμησε να κάνει και για την προστασία των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών, τα φορολογικά ζητήματα του πολιτισμού και πολλά άλλα.
Η κυβέρνηση έχει τη βούληση να θέσει τέλος σε αυτή την πολυετή εκκρεμότητα ώστε να υπάρξει ένας “ακαδημαϊκός διάδρομος” που να συνδέει τις σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης με τα πανεπιστήμιά μας και, το κυριότερο: Να διαμορφώσει το πλαίσιο, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θα καταστήσουν εφικτή σε βάθος χρόνου την πανεπιστημιακού επιπέδου καλλιτεχνική εκπαίδευση».